Δρ. Μιλτιάδης Αγγελάτος
Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Ομιλία που δόθηκε στην αίθουσα διαλέξεων της «Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών»
στη Θεσσαλονίκη, στις 3 Απριλίου 1992


Σε αρχείο pdf



Κυρίες, Κύριοι,

Όπως και τ’ όνομα μου δηλώνει είμαι Επτανήσιος στην καταγωγή, για τέσσερις δε από τις σχεδόν επτά δεκαετίες της ζωής μου παροικώ στο κλεινό άστυ των Αθηνών. Όμως αν μου πείτε ποιος είναι ο πιο αγαπημένος μου τόπος - μετά τη γενέτειρά μου την Κέρκυρα - αναμφίβολα θα σας πως η Θεσσαλονίκη. Αυτή η πανέμορφη «Νύμφη του Θερμαϊκού». Η «μητέρα και μητρόπολις πάσης Μακεδονίας», Το «in gremio imperii nostri» του Κικέρωνα.

Συχνά έρχομαι, προσκυνητής στους μοναδικούς αρχαιολογικούς και ιστορικούς θησαυρούς και χώρους της Μακεδονίας. Και, είτε στο γιαλό της αρχαίας Νεάπολης - «τις Θερμοπύλες της Μακεδονίας» - σεργιανίζω, είτε τις παλαιοχριστιανικές Βασιλικές της Αμφίπολης μελετάω, είτε τον «ναυσίπορο Βαφύρα» του Δίου προσπαθώ να εντοπίσω, μία και μόνιμη είναι η ιστορική επωδός που σαν πνευματικό δοξαστικό ανεβαίνει στα χείλη μου. Η επισήμανση και προτροπή ταυτόχρονα, του αποστόλου των εθνών: «αφ υμών Θεσσαλονικείς εξήχηται ο λόγος του Κυρίου ου μόνον εν τη Μακεδονία και Αχαΐα, αλλά εν παντί τόπω».

Ποιος τόπος τούτος ο Μακεδονικός και πόση ελληνική ιστορία !..

Σαράντα-εννιά χρόνια τώρα, από τότε που στα είκοσί μου με κέρδισε μέσα από την άρνηση και τη λάσπη ο Χριστός, έχω κάμει μήνυμά μου μεταξύ άλλων - τούτη την αλήθεια, ότι η Ελλάδα μας είναι αδιαμφισβήτητα μια Βιβλική χώρα και σαν τέτοια πρέπει να την προβάλλουμε. Και ακόμη, ότι Ελλάδα και Μακεδονία αποτελούν μια τόσο τέλεια ιστορική και πολιτιστική ενότητα, που μόνον ανεγκέφαλοι σλάβοι και σλαβιστές, όπως και ανιστόρητοι ευρωπαίοι διπλωμάτες, θα τολμούσαν ποτέ ν ' αμφισβητήσουν.

Προσωπικά δε είμαι βέβαιος πως όταν - πολύ γρήγορα όπως ελπίζω- διαλάμψει η ιστορική αλήθεια και φωτιστούν τα βρώμικα παρασκήνια της σημερινής ανέντιμης ανθελληνικής επί του προκειμένου εκστρατείας, θα είναι πολλοί οι δυτικo-ευρωπαίοι πολιτικοί, που θα έχουν σκύψει ντροπιασμένοι το κεφάλι. Γιατί η Ιστορία θα τους έχει ανεξίτηλα στιγματίσει, ότι την κακοποίησαν «πολιτικού κέρδους χάριν», στα σαλόνια της διεθνούς διπλωματίας. Ότι στράτεψαν την επιστήμη τους - όση αν είχαν - στη δουλική υπηρεσία της πολιτικής.

Εμείς απόψε, Κυρίες και Κύριοι, δεν θα προσπαθήσουμε ν 'αποδείξουμε την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται. Είναι, στην εκτίμηση μας, αυταπόδεικτο. Όπως, αδιανόητο θα ήταν ακριβώς το αντίθετο. Θα περπατήσουμε εντούτοις σε χώρους και χρόνους, σε ιστορικά σταυροδρόμια και πολιτισμικά οροθέσια, που καθένα τους χωριστά και όλα μαζί μυριόστομα διαλαλούν Ελλάδα. Του Μιλτιάδη και του Φίλιππου την Ελλάδα. Του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη την Ελλάδα. Του Ηράκλειτου και του Δημόκριτου την Ελλάδα. Των Δελφών και του Δίου την Ελλάδα. Την Ελλάδα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Στερεάς. Του Αιγαίου, του Ιονίου και του Κρητικού. Τη μια Ελλάδα. Την Ελλάδα, που μας ανήκει, Κυρίες και Κύριοι.

* * * * *


Βαθύτατα, στην αχλύ του μύθου, βυθίζονται οι πρώτες ρίζες της ελληνικής καταγωγής των Μακεδόνων, αφού τόσο ο πρόγονός του «Μακεδών», όσο και αυτός των Θεσσαλών, «Μάγνητας», μας δίνονται από τον Ησίοδο ως παιδιά του Δία και της Πανδώρας. Τόποι κατοίκησης τους είναι τα Πιέρια, το βουνό των Μουσών και ο Όλυμπος, το κατοικητήριο του Δωδεκάφυλου Πανθέου. Από την άλλη, γιος του Δευκαλίωνα, πατέρα της Πανδώρας, είναι ο Έλλην».

Αλλά και η καταγωγή των βασιλέων της Μακεδονίας, με πρώτον τον Κάρανο, κατά τον ιστορικό Θεόπομπο ή τον Πέρδικα, κατά τον Ηρόδοτο, στις ίδιες ελληνικές ρίζες οδηγούν. Στο Πελοποννησιακό Άργος, γι’αυτό και η ονομασία «Αργεάδες» και «Τημενίδες», της Μακεδονικής Δυναστείας.

Πρόγονος της βασιλικής Οικογένειας του Άργους εθεωρείτο ο Ηρακλής. Το γνωστό ρόπαλο - έμβλημα του, το βλέπουμε στην ασπίδα που βρέθηκε στον τάφο του Φιλίππου στη Βεργίνα, παράλληλα δε στο ανάκτορο του ίδιου μακεδονικού χώρου, έχουμε την επιγραφή «ΗΡΑΚΛΗ ΠATPΩΟ», που σημαίνει «στον Γενάρχη (του Μακεδονικού Βασιλικού Οίκου) Ηρακλή».

Να σπεύσουμε να πούμε ότι το «Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις», δεν είναι μόνον ο τίτλος ενός βιβλίου, αλλά και ενός λαού - του Μακεδονικού - η ιστορική ταυτότητα.

Στις αρχές του 8ου π.Χ. αιώνα οι Μακεδόνες συγκροτούνται σε κράτος, με θεμελιωτή τον εξ Άργους της Πελοποννήσου Περδίκα, τον Ηρακλείδη, που βασίλευσε από το 700 έως το 652 με πρωτεύουσά του τις Αιγές, που μ ε τα ανασκαφικά τους ευρήματα, από τον τάφο και το παλάτι του αείμνηστου Ρωμαίου, ως τους ασύλητους Βασιλικούς τάφους και το θέατρο του Μ. Ανδρόνικου, βροντοφώναξαν άλλη μια τρανή φορά την ελληνικότητα της Μακεδονίας.

Ο γιος του Αμύντα, Αλέξανδρος ο Α΄, που βασίλευσε από το 498 έως το 454, έπειτα από τις Πλαταιές, το 479, αποτινάζει τον Περσικό ζυγό, αναδιοργανώνει το κράτος του και ανοίγει το παλάτι του σ’ έξοχους εκπρόσωπους του ελληνικού πνεύματος, όπως τον Πίνδαρο που του έγραψε και παιάνα για τη νίκη του στους Ολυμπιακούς αγώνες. Σ’ αυτούς γίνηκε δεκτός, αφού «ως είη τε Αργείος, εκρίθητε είναι Έλλην». Ξέρουμε δε ότι στους Πανελλήνιους αγώνες «ου βαρβάρων αγωνιστέων, αλλά ελλήνων». Το επισημότατο τούτο σώμα των Ελλανοδικών «ούτω έγνωσαν, ότι είναι Έλλην». Ακόμη, πλησιάζει ο Αλέξανδρος τις γραμμές των Αθηναίων, δίνοντάς τους σπουδαίες πληροφορίες για τα σχέδια του Μαρδόνιου. Τα κάνει δε όλα αυτά, γιατί «αυτός τε γαρ έλλην είμι τωρχαίον, και αντελεύθερης δεδουλωμένην ουκ εθέλοιμι οράν την Ελλάδα». Δηλ., «κι εγώ  Έλληνας είμαι από τα παλιά και σκλαβωμένη αντί ελεύθερη δεν θα ήθελα να δω την Ελλάδα».

Ο Αρχέλαος, που ανεβαίνει στο θρόνο το 412 και πεθαίνει τον ίδιο χρόνο με τον Σωκράτη, το 399, γίνεται «ο Περικλής της Μακεδονίας» και δίκαια πιστώνεται από την Ιστορία με την πολιτιστική προετοιμασία της Μακεδονίας για κείνο που θα λάβαινε χώρα στα χρόνια του Αλέξανδρου Γ΄ του Μεγάλου.  Όπως στο ενεργητικό του Φιλίππου Β΄, του πατέρα του, καταχωρείται η στρατιωτική προετοιμασία της Μακεδονίας. Θα πρέπει εδώ να δεχθούμε ότι δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει Αλέξανδρος, όπως τουλάχιστο τον ξέρουμε, χωρίς Αρχέλαο και Φίλιππο.

Απαλλαγμένος ο Αρχέλαος από πολέμους, διαδίδει την ελληνική παιδεία και τέχνη σε όλο το βασίλειό του. Καλεί στ’ ανάκτορό του στην Πέλλα κορυφαίους των γραμμάτων και των τεχνών, όπως τον Ευριπίδη το 408, που εδώ έγραψε τον Aρχέλαό του, την lφιγένεια εν Αυλίδι και τις Βάκχες. Επίσης τον ζωγράφο Ζεύξη και τον γιο του τον Ιπποκράτη, τον επικό ποιητή Χοίριλο και άλλους. Είναι δε αυτός που «πρώτος κατέδειξε εν Δίω της Μακεδονίας σκηνικούς αγώνες Διί και Μούσαις εφ ημέρας εννέα, εκάστην των Μουσών επώνυμον». Δηλ. «πρώτος αυτός καθιέρωσε στο Δίο της Μακεδονίας σκηνικούς αγώνες αφιερωμένους στον Δία και τις Μούσες, που διαρκούσαν εννιά μέρες, φέρνοντας κάθε μια τους το όνομα μιας μούσας».

Ο χρόνος όμως πλησιάζει...

Στην Παλαιστίνη, ο Νόμος και η Προφητεία έχουν ήδη ολοκληρώσει τη δική τους συμβολή για τον αναμενόμενο μεγάλον ερχομό. Τέσσερις αινιγματικοί αιώνες σιωπής ακολουθούν. Αινιγματικοί, αν από το ξετύλιγμα των θεϊκών σχεδίων για τη λύτρωση του ανθρώπου, διαγράψει κανείς αυθαίρετα - και όχι ατιμώρητα - την Ελλάδα και πιο ειδικά τη Μακεδονία.

Γιατί στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο από ενωρίς είχαν ήδη αρχίσει οι προσπάθειες ενοποίησης του, για να μπορέσει έτσι να παίξει τον πανελλήνιο βραχυπρόθεσμα και παγκόσμιο μακροπρόθεσμα ρόλο του. Την προσφορά δηλαδή στο «πλήρωμα του χρόνου», της παγκόσμιας γλώσσας και του παγκόσμιου κρότους, για τη σωστή και δυναμική εξάπλωση της καινούργιας πίστης.

Ειδικά, μετά τους Μηδικούς Πολέμους (492-479), τότε που η νιογέννητη Αθηναϊκή Δημοκρατία αντιμετώπισε με περίλαμπρη επιτυχία την πίεση του Περσικού επεκτατισμού και είδε το στρατό, τον πλούτο και τη χλιδή της Ανατολής ν’ αποσύρονται ταπεινωμένοι, δύο αξιόλογα φαινόμενα λαβαίνουν χώρα στην Αττική γη: Το πρώτο είναι η ηγεμονία της Αθήνας πάνω στις άλλες ελληνικές πόλεις - κράτη, αποτέλεσμα τούτο της νίκης της στους Μηδικούς και της Αθηναϊκής Συμμαχίας του 477. Το δεύτερο είναι η άνθηση μιας από τις  χαρακτηριστικότερες δημιουργίες του ελληνικού πνεύματος, τότε που όπως γράφτηκε - το «πνεύμα της έρευνας συνάντησε το πνεύμα της ποίησης και γεννήθηκε ο τραγικός λόγος».

Για κάποιες 1Οετίες και ως την κήρυξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 -404), που υπήρξε καταστροφικός για όλες τις πλευρές, στο Πρυττανείο τούτο της σοφίας, γράφεται «ο χρυσός αιώνας της Αθήνας» και της αρχαιότητας γενικότερα. Είναι τότε που μια ανοικτή δημοκρατική κοινωνία, δίνει στον πολίτη της τις δυνατότητες ν’ αναπτύξει αρμονικά την προσωπικότητα του, να γνωρίσει την ομορφιά της τέχνης, του λόγου και της γνώσης, καθώς και τη δυνατότητα ν’ αποφασίζει αυτός για τις τύχες της πόλης του.

Πολιτικός πρωταγωνιστής τούτη την εποχή είναι ο Περικλής και ηγετικές πνευματικές φυσιογνωμίες εκτός των τριών μεγάλων τραγικών, οι Ηρόδοτος, Φειδίας, Ιπποκράτης,  Λυσίας, Σωκράτης, Αριστοφάνης και Απολλόδωρος.

Τούτη η «Κλασσική Αθήνα», χαρακτηρίστηκε όχι άστοχα, σαν ένα σπάνιο στην ομορφιά του και τη δυναμικότητά του φυτό, που από τη φύση του δεν του ήταν δυνατό να περιοριστεί στο ασφυχτικά στενάχωρο μητρικό του φυτώριο, το Ελληνικό άστυ. Όμως το όνειρο της Αθήνας, που υπήρξε όνειρο και της Σπάρτης και της Θήβας, αργότερα δε και του Αντίγονου Γονατά, όπως και της Αιτωλικής και Αχαϊκής Συμπολιτείας, να ενώσουν δηλαδή ολόκληρο το Ελληνικό έθνος σ' ένα ενιαίο κράτος, δεν μπόρεσε η Αθήνα να το πραγματοποιήσει.

Αθεράπευτος σωβινιστής και ουτοπιστής συνάμα, ο Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης, θα παλέψει ως το τέλος για το μεγαλείο της Αθήνας, όπως αυτός το καταλάβαινε. Και για ν’ αποτρέψει την κάτω από το Μακεδονικό σκήπτρο ένωση των Ελλήνων θα φτάσει στην πολεμική του, να χαρακτηρίσει τον Φίλιππο «βάρβαρο» και τη γενέτειρά του Πέλλα «μικρό και άδοξο χωριό».

Κατηγορίες από πολιτικό ρήτορα, που πέφτουν στο κενό και καμιά ιστορική βαρύτητα δεν έχουν, αν ληφθεί υπόψη τόσο το «αντιφιλιππικό μένος» που τον διακατείχε, όσο και το γεγονός ότι σε άλλη περίπτωση ο ίδιος αναγνωρίζει ότι ούτε στην Αθήνα την εποχή εκείνη δεν μπορούσες να συναντήσεις «όμοιο με τον Φίλιππο στη λεπτότητα των τρόπων».

Η Πέλλα εξάλλου την εποχή του Φίλιππου και του Αλέξανδρου, ακτινοβολούσε Ελλάδα.

Αλλά και αν το πάθος του Αθηναίου ρήτορα γ ια την Αθήνα, έντυνε το λόγο του με φανατισμό και εξουθένωση για ό,τι δεν ήταν Αθήνα, τι μ’ αυτό; - Δεν νομίζω - γράφει στο περισπούδαστο έργο του «Από τον Μαραθώνα στην Πύδνα», ο ακαδημαϊκός Παν. Κανελλόπουλος - ότι ο Πλάτων που δεν ήταν Δημοσθένης για να προσφύγει σε δημαγωγικά επιχειρήματα, θ’ αντιδρούσε στην ηγεμονία του Φιλίππου, λέγοντας ότι «οι Μακεδόνες είναι ξένοι και αλλόφυλοι». Ούτε εξάλλου τα δύο σχετικά χωρία του Θουκυδίδη είναι δυνατόν να θεωρηθούν σαν κρίση ενός ιστορικού, αφού αναφέρονται σε πολεμικό λόγο του Βρασίδα για εμψύχωση των στρατιωτών του.

Αντίθετα, ο Ηρόδοτος βεβαιώνει ότι «έλληνες δε είναι τούτος τους από Παρδικέω γεγονότας, κατάπερ αυτοί λέγουσι, αυτός τε ούτω τυγχάνω επισταμένως και δη και εν τοις όπισθε λόγοισι αποδέξω ως εισί έλληνες». Με άλλα λόγια, όχι μόνον αντικειμενικά «εισί έλληνες», αλλά και αυτοί οι ίδιοι, «κατάπερ λέγουσι», υποστηρίζουν τούτο.

Παράλληλα, ο κορυφαίος από τους γεωγράφους της αρχαιότητας Στράβων, αφού «περιώδευσεν πάντα, μέχρι... και της Ελλάδος την Μακεδονίαν», βεβαιώνει με αποφθεγματικό τόνο, ότι «εστι μεν ουν Ελλάς και η Μακεδονία».

Αυτό το «και», χαρακτηρίστηκε από κάποιους σαν μια εθνική παραχώρηση προς τους Μακεδόνες. Όμως το κείμενο των όρκων με τους οποίους αρχίζει η συνθήκη συμμαχίας του 215 π.Χ. μεταξύ Μακεδόνων και Καρχηδονίων (Φιλίπποu Ε ' και Αννίβα), βεβαιώνει κάτι πολύ περισσότερο. Οι όρκοι εδώ δίνονται «εναντίον (ενώπιον)... θεών πάντων όσοι Μακεδονίαν και την άλλην Ελλάδα κατέχουσιν». Το «και» εδώ πηγαίνει στην «άλλη (υπόλοιπη) Ελλάδα». Η Μακεδονία δηλαδή λογίζεται εδώ όχι απλώς Ελλάδα, αλλά ως το κύριο σώμα τη ς Ελλάδας.

Παράλληλα ένας άλλος Αθηναίος ρήτορας, με καταπληκτική διορατικότητα και ψύχραιμη ιστορική κρίση, ο Ισοκράτης, προτρέπει τον Φίλιππο «διαλλάξαι τας πόλεις τας Ελληνικάς, προστήναι της των Ελλήνων ομονοίας και άπασαν την Ελλάδα πατρίδα νομίζειν». Δηλαδή «να συμφιλιώσει τις Ελληνικές πόλεις, να πρωτοστατήσει για την ομόνοια μεταξύ των Ελλήνων και να θεωρεί ολόκληρη την Ελλάδα πατρίδα».

Η συνένωση των Ελλήνων έλαβε τελικά χώρα τον 4ο προχριστιανικόν αιώνα και υπήρξε έργο του Φίλιππου του Β΄ γιου του Αμύντα Γ΄, του Μακεδόνα. Που η Ιστορία, χωρίς να του αρνιέται τον τίτλο και την ικανότητα του άριστου στρατιώτη, τον έχει εντούτοις κατατάξει στους ικανότερους διπλωμάτες της αρχαιότητας. Ανέβηκε στο θρόνο το 359 και από τις πρώτες του ακόμη κινήσεις στον διπλωματικό και στρατιωτικό χώρο, ήταν σαφές ότι «επεθύμει της Ελλάδος αποδειχθήναι στρατηγός - αυτοκράτωρ και τον προς Πέρσας πόλεμον εξενεγκείν».

Η ελληνικότητα του, είναι σαφής:

Μετά το πέρας του Φωκικού πολέμου, η Μακεδονία μπαίνει στη Δελφική Αμφικτιονία και ο Φίλιππος ανακηρύσσεται Πρόεδρος των Πυθίων (346 π.Χ. ). Το 338 μετά την καθοριστική μάχη της Χαιρώνειας, στην οποία έλαβε μέρος και ο Αλέξανδρος, 18 χρονών τότε, η κυριαρχία του Φίλιππου σε όλη την Ελλάδα βεβαιώνεται. Η συντριβή των Αθηναίων είναι μεγάλη, όμως ο Φίλιππος που «το μεγάλο του πάθος ήταν, όπως ση μειώνει ο Π. Κανελλόπουλος, ο σεβασμός του για την Αθήνα», δεν ταπεινώνει τους Αθηναίους με την προσωπική παρουσία του. Στέλνει μόνο τον Αλέξανδρο για να συνοδεύσει τη στάχτη των Αθηναίων που είχαν πέσει στη μάχη. «Νικήσας Αθηναίους, θα παρατηρήσει ο Πολύβιος, ου τοσούτον ήνυσε διά των όπλων, όσον δια της επιεικείας και φιλανθρωπίας των τρόπων». Δηλ. «δεν τους νίκησε τόσο με τα όπλα, όσο με την επιείκεια και τους ευγενείς τρόπους».

Τον ίδιο χρόνο το υπό την προεδρία του «Κοινό Συνέδριο της Κορίνθου» στο Ισθμικό στάδιο, στο οποίο αντιπροσωπεύονται όλες οι ελληνικές πόλεις πλην της Σπάρτης, έχει θέμα του την «κοινήν ειρήνην τοις έλλησιν». Το «ελληνικό άστυ» δίνει επιτέλους τη θέση του στην «ελληνική ενότητα». Αυτήν που ο Περικλής είχε αποπειραθεί το 445, που ο Ισοκράτης με πάθος είχε προτρέψει και που την ανάγκη της ένιωσαν στον καιρό τους ο Αριστείδης, ο Κίμων, ο Επαμεινώνδας και τόσοι άλλοι. Που τελικά την πέτυχε ο Μακεδόνας Φίλιππος.

Η μάχη συνεπώς στη Χαιρώνεια δεν ήταν ένα τέλος. Δεν ήταν, όπως με τη ρομαντικότητα και την άχρονα προσκολλημένη στην κλασική Ελλάδα μονομέρεια του ο Κλεμανσώ χαρακτήρισε: «η ήττα του ωραιότερου λαού της Ιστορίας». Ήταν αντίθετα μια αρχή. Ήταν η αλλαγή της σκυτάλης. Η ανάληψη του πρώτου ρόλου από τον «τριχωτόν τράγον, τον Βασιλέα της Ελλάδος με το κέρας το μέγα» (Δανιήλ η΄ 21). Τον Αλέξανδρο, που έπειτα από τη δολοφονία του πατέρα του στις Αιγές, στα 20 μόλις χρόνια του, «αρπάζει την ιστορία από τη χαίτη, όπως το είχε κάνει με τον Βουκεφάλα» και στο ίδιο στάδιο του Ίσθμιου Ποσειδώνα, όπως ο πατέρας του πριν λίγο, ανακηρύσσεται αυτός τώρα στρατηγός - αυτοκράτορας της εκστρατείας των Ελλήνων εναντίον των Περσών.

Θα του χρειαστούν δύο χρόνια από την ανάρρησή του στο Μακεδονικό θρόνο (336-334), για να καταστείλει εξεγέρσεις και να οργανώσει το εσωτερικό του μεγάλου Πανελλήνιου κράτους του. Η ελληνικότητα του, ξεπερνάει αυτή του πατέρα του. Τιμωρώντας τη Θήβα, προνοεί «κελεύσας επιγράψαι Πινδάρου του μουσοποιού την στέγην μη καίετε». Μετά δε το γενικό «ελευθέρους είναι και αυτονόμους τους έλληνας», "εσπείσατο γαρ και αυτός προς τους Αθηναίους, ώσπερ ο πατήρ (Φίλιππος), ώστε αυτούς αυτονόμους είναι και αφορολογήτους". Δηλ. «με σπονδές υποσχέθηκε στους Αθηναίους ότι θα μείνουν αυτόνομοι και αφορολόγητοι, όπως και ο πατέρας του είχε κάμει».

Όταν την Άνοιξη του 334 συγκεντρώνει το στρατό και το στόλο του στην Αμφίπολη και το επίνειό της την Ηιόνα, είναι σαφές πως δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο στρατό. Είναι μάλλον ένα ολόκληρο έθνος, το Ελληνικό, που εδώ όπου τα Κερδύλια δίνουν τα χέρια με το χρυσοβώλο Παγγαίο, ετοιμάζεται για το μεγάλο αποτόλμημα. Την οφειλόμενη απάντηση στην πρόκληση και την «ύβρη» της Ανατολής πριν ενάμισυ αιώνα. Τότε, που οι Έλληνες, των «Αθηναίων προμαχούντων», κράτησαν σφιχτά κλεισμένες τις Πύλες της Ευρώπης στον Ασιάτη επιδρομέα. Τώρα, οι έλληνες, των «Μακεδόνων προμαχούντων», προελαύνουν στην ενδοξότερη και πρωτοφανή εξάπλωση του ελληνικού κλέους στην Ανατολή, που σε λίγο η Ιστορία θα την καταχωρήσει στις σελίδες της ως τον «ελληνιστικό κόσμο».

Να γιατί εκτός των 30.000 πεζών, τους 4.000 ιππείς και τα 160 πλοία, κείνες τις ανοιξιάτικες μέρες του 334, θα μπορούσες να συναντήσεις, περπατώντας τα 25 στάδια μεταξύ Αμφίπολης και Ηιόνας, φιλόσοφους, ιστορικούς, γεωγράφους, μηχανικούς, μεταλλευτές, βηματιστές, αρχιτέκτονες, μουσικούς και λογής -λογής καλλιτέχνες. Έτοιμοι όλοι τούτοι να συμπράξουν με τον μεγαλεπίβολο αρχηγό.

Επειτα από 20 μέρες πορεία, ο Αλέξανδρος φτάνει στον Ελλήσποντο, όπου προσφέρει θυσία στον Ποσειδώνα και τις Νηιρίδες. Και όταν τον διαβαίνει προσφέρει στο  Ίλιο, ξανά θυσίες. Τον Μάη του 334 γίνεται η πρώτη μεγάλη σύγκρουση στο Γρανικό ποταμό. Η αφιέρωση των 300 περσικών ασπίδων στην πρόμαχον Αθηνά, γίνεται «από τον Αλέξανδρο του Φιλίππου και των Ελλήνων πλην των Λακεδαιμονίων».

Και διερωτάται ο καθ. Ανδριώτης: «Πού είναι οι Μακεδόνες; Ούτε τη στιγμή της μεγαλύτερης εθνικής έξαρσης δεν θέλησε ο αρχηγός τους να τους θέσει έξω από το όνομα εκείνο, που ένιωθε να τους ενώνει με την εθνική τους ολότητα».

Η θριαμβευτική πορεία, συνεχίζεται. Φρυγία. Σάρδεις. Απελευθέρωση ελληνικών πόλεων. Μόνον ένα δεν είναι σίγουρο. Αν οι μάχες ή οι θυσίες υπερτερούν σε αριθμό. Ο βιογράφος του Αρριανός, μας βεβαιώνει ότι «κανένας άλλος στρατηγός στην αρχαιότητα δεν παραδίνεται να έχει προσφέρει τόσες θυσίες, τόσες ιδρύσεις βωμών και ναών - στο Ολυμπικό βέβαια πάνθεο - όσες ο Αλέξανδρος».

Στην πορεία του εξάλλου, μετά την καθοριστική μάχη της lσσού, προς την Αίγυπτο και έπειτα από την κατάληψη της Τύρου, φθάνει στην lερουσαλήμ. Η περιγραφή του lώσηπου επί του προκειμένου είναι συναρπαστική. Ολόκληρο το ιερατείο βγαίνει να τον υποδεχθεί επίσημα και να του δείξει «την Δανιήλου βίβλον, εν η τινά των Ελλήνων καταλύσειν την των Περσών αρχήν εδήλου». Αυτός δε βεβαιώνει από την πλευρά του, ότι η μορφή που στο «εν Δίω της Μακεδονίας όραμα» τον πρότρεψε  «θαρσούντα διαβαίνειν», με θάρρος δηλ. να διαβεί προς την Ανατολή - είναι η ίδια με αυτή του Αρχιερέα, που με την «υακινθίνη και διάχρυσον στολήν» στέκεται μπροστά του. Και... σπεύδει να τον προσκυνήσει, όμως «ου τούτον, αλλά τον Θεόν ού τη αρχιερωσύνη αυτός τετίμηται».

Η «Δανιήλου Βίβλος», που γράφτηκε όχι αργότερα από τον 6ο προχριστιανικόν αιώνα, σαφώς αναφέρει για το «τριχωτό τράγο» που διαδέχεται τον «κριό με τα δύο κέρατα» δηλαδή τους Μηδο -Πέρσες, ότι είναι «ο βασιλιάς της Ελλάδας» (κεφ. 8: 20, 22). Και αναφέρει ότι το μεγάλο κέρατο είναι ο πρώτος ισχυρός βασιλιάς, έπειτα από τον οποίο έρχονται «τέσσερα βασίλεια εκ του έθνους τούτου, πλην ουχί κατά την δύναμιν αυτού». Είναι προφανώς τα βασίλεια Κάσσανδρου, Λυσόμαχου, Σελεύκου και Πτολεμαίου, στην Ελλάδα, Μ.Ασία, Ασία και Αίγυπτο αντίστοιχα, που δημιουργούνται μετά τον απροσδόκητα πρόωρο θάνατο του Αλέξανδρου ειδικότερα δε μετά τη μάχη του 301 στην Ιψό της Φρυγίας.

Εναργέστερη εικόνα από αυτή που μας δίνουν τα κεφάλαια 2, 7 κα ι 8 του Δανιήλ, δεν θα μπορούσε πράγματι να υπάρξει. Και σε αυτό ο Μακεδόνας Αλέξανδρος αναφέρεται ως ο Βασιλιάς της Ελλάδας, όχι περιοριστικό της Μακεδονίας. Είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του «έθνους τούτου», του Ελληνικού. Φρονούμε ότι και μόνο τούτο το Βιβλικό επιχείρημα θα αρκούσε να πείσει κάθε καλόπιστον ερευνητή, όχι απλώς ότι η Μακεδονία είναι ελληνική, αλλά ότι είναι Ελλάδα. Στην οποία Ελλάδα, όπως μας πληροφορεί και το Α΄ Μακκαβαίων «βασίλευσε ο Αλέξανδρος ο του Φιλίππου Μακεδών, πριν νικήσει τον Δαρείο. Βασιλέα των Περσών και Μήδων».

Στην Αίγυπτο δέχεται τον έστω σκόπιμα παραποιημένο χρησμό από τον ιερέα του Άμμωνα «ω παι Δίος» στη θέση του «ω, παιδίον», που δείχνει αν μη τι άλλο, πόσο απλωμένη ήταν η ελληνικότητα και η ελληνομάθεια του Αλέξανδρου, του μαθητή του Λεωνίδα και του Αριστοτέλη, του νεαρού Μακεδόνα που στο προσκεφάλι του φύλαγε στη διάρκεια όλης της εκστρατείας του στην Ανατολή τα έπη του Ομήρου, νιώθοντας ότι κατά κάποιο τρόπο αναβίωνε στους άθλους του, τους άθλους του αγαπημένου του Αχιλλέα.

Πόσο βάρβαρος ή σλάβος μπορούσε λοιπόν να είναι τούτος ο ιστορούμενος «Βασιλιάς της Ελλάδας», αφήνουμε στην απλή λογική ν’ απαντήσει. Όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι τα διάφορα σλαβικά φύλα εμφανίζονται στον Βαλκανικό χώρο μόλις τον 6ο χριστιανικόν αιώνα, η πολιτιστική τους δε παρουσία σημειώνεται όχι ενωρίτερα από τον 10ο χριστιανικόν αιώνα.

Εδώ στο Δέλτα του Νείλου, χτίζει «πόλιν μεγάλην και πολυάριθμον ελληνίδα, επώνυμον αυτού». Πόσο μεγάλη, θα το δείξει η κατοπινή ιστορία της και πόσο ελληνίδα θα μπορούσε να το αποδείξει το γεγονός ότι έπειτα από λίγες δεκαετηρίδες ένα εκατομμύριο Ιουδαίοι κάτοικοί της «απομαθόντες την εβραϊκήν ελάλουν ως μητρικήν των γλώσσαν την ελληνικήν», σε βαθμό που για την αντιμετώπιση των θρησκευτικών αναγκών τους και όχι τόσο για τον πλουτισμό της Αλεξανδρινής βιβλιοθήκης, να γίνει η περίφημη μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο΄), «δημιουργία δευτέρα, δίδυμος τη πρώτη».

Κείμενο, που έξω από τη θεολογική του σημασία, αποτέλεσε μνημείο της ελληνιστικής γλώσσας. Είναι δε πρώτη τούτη η Αλεξάνδρεια, μιας σειράς από 70 Αλεξάνδρειες, ως την Εσχάτη στον ποταμό Ιαξάρτη το 329.

Κέντρα όλα τούτα ακτινοβολίας της ελληνικής παιδείας, επιστήμης, τέχνης και γλώσσας. Στα οποία θα ήταν ιστορική παράλειψη και αβλεψία ασυγχώρητη να μη συνεκτιμήσουμε τους δύο πρωτοφανείς Ελληνικούς Αποικισμούς που είχαν προηγηθεί. Ιδιαίτερα τον Β΄, που διάρκεσε δύο αιώνες (750-550 π. Χ. ) και που έκανε για γαλανοφορεμένη Δέσποινα να μοιάζει η Μεσόγειος, με χρυσοκέντητα στον ποδήρη χιτώνα της τα υπερδιακόσια - όπως τα μνημονεύει επώνυμα ο Κ. Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» - ονόματα ελληνίδων πόλεων και αποικιών. Στην Προποντίδα και στον Εύξεινο. Στη Μικρασιατική Ιωνία. Στην Αίγυπτο και την κυρηναϊκή. Στην Magna Greacia της Κάτω lταλίας. Και τώρα με τον Αλέξανδρο στα βάθη της Ανατολής. Ως τη Σογδιανή και τη Βακτρία. Ως την Αραχωσία και Γεδρωσία.

Τελικά στα Γαυγάμηλα, την καρδιά του Περσικού κράτους, γίνεται η αποφασιστική σύγκρουση Ευρώπης και Ασίας. «Δεινός οφθείς εγγύθεν», επιτίθεται πρώτος ο Αλέξανδρος. Και πάλι η νίκη είναι με το μέρος του.

Ο Δαρείος δολοφονείται. Η Ασία έχει πια γονατίσει. Ορθός μένει μόνον εκείνος που «την επιθυμίαν του πρόσω» είχε σύνθημά του. Όμως για λίγο ακόμη. Γιατί το βράδυ της 10ης Ιουνίου του 323, ο θάνατος κυριεύει αυτόν που πάνω του είχε τον Δελφικό χρησμό «ανίκητος ει, ω παι».

Νικητές και νικημένοι ενώνονται σ’ έναν «communi dolore» σ’ έναν «κοινόν θρήνον». Και η μητέρα του Δαρείου αποτραβηγμένη από το φως και το φαγητό, πεθαίνει την 5η μέρα του πένθους της για το θάνατο του νικητή του γιου της. Αυτή ήταν η πιο μεγάλη ηθική νίκη του Αλέξανδρου.

* * * * *


Δεν ήταν όμως μόνον ο κοινός θρήνος που ένωσε νικητές και νικημένους, το αποτέλεσμα της ζωής και του έργου του Αλέξανδρου. Ήταν βασικό η εξάπλωση της ελληνικής παιδείας και η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας. Αυτής που από lωνική-Αττική, γλώσσα του δράματος και του ρητορικού λόγου, και γλώσσα - κατά τον Κικέρωνα - άξια να τη «μιλούν θεοί», γίνηκε η «κοινή», η lingua franca, ενός ολόκληρου κόσμου, του Ελληνιστικού.

«Δεν είναι διόλου τυχαίο, σημειώνει ο Μ. F. Unger, το ότι ο χρυσούς αιώνας της ελληνικής γνώσης και φιλοσοφίας, προηγήθηκε μόλις της ενοποίησης των ελληνικών -πόλεων κάτω από τον Φίλιππο της Μακεδονίας και των παγκόσμιων κατακτήσεων του Μ. Αλέξανδρου. Η ελληνική τέχνη και παιδεία φτάσανε έτσι στην κορφή της άνθησής τους, πριν να εξαπλωθούν μακριά και πλατιά, για να σχηματίσουν το πολιτιστικό υπόβαθρο της μεταξύ των δύο Διαθηκών περιόδου, και του κόσμου της Καινής Διαθήκης συνέχεια».

«Ας φανταστούμε αλήθεια, γράφει ο ιστορικός του έθνους μας Κων. Παπαρρηγόπουλος, ποιες δυσχέρειες θα συναντούσε η διάδοση του χριστιανισμού, χωρίς την έγκαιρη τούτη διάδοση του ελληνισμού. Το Ευαγγέλιο θα εκηρύττετο στην εβραϊκή, που όχι μόνο ήταν ακατάληπτη στους πολλούς εκτός της Ιουδαίας, αλλά και στη Συρία, Μεσοποταμία, Αίγυπτο, Μ. Ασία, Θράκη και Ελλάδα, επικρατούσαν γλώσσες και διάλεκτοι στις οποίες, θα έπρεπε να μεταφραστεί ο λόγος του Θεού, χωρίς τούτο να ήταν αρκετό. Το Ευαγγέλιο χρειαζόταν όχι μόνο το κήρυγμα αλλά και την ερμηνεία, χρειαζόταν γλώσσα επιτήδεια στο να εξηγήσει και να αναπτύξει τις υψηλές αλήθειες και έννοιες της νέας θρησκείας, γλώσσα τελειοτάτη και τεχνικοτάτη, χωρίς την οποία δεν μπορεί να εννοήσει κανείς πως θα μπορούσε να κατορθωθεί η τόσο θαυμάσια επικράτησή του. Ώστε η διάδοση του ελληνισμού δεν παρασκεύασε στη νέα θρησκεία μόνο την απαραίτητη για την επιτυχία της ενότητα γλώσσας, αλλά πρόσφερε σε αυτή το γλωσσικό όργανο το πιο τέλειο, απ' όσα ο Θεός χάρισε ποτέ στον άνθρωπο».

Είμαστε λοιπόν εμείς οι Έλληνες, Κυρίες και Κύριοι, που με τους «Μακεδόνες προμαχούντες», τούτη «την κοινήν ελληνικήν λαλιάν ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμε ως τους lνδούς».

«Ο Μ. Αλέξανδρος, γράφει ο βρετανός ιστορικό W.W. Τarn, άρχισε μια καινούργια εποχή. Αποκάλυψε, σαν τον Κολόμβο, έναν καινούργιο κόσμο... Τίποτα δεν μπορούσε πια να παραμείνει όπως ήταν πριν. Όταν διακήρυξε ότι όλοι οι άνθρωποι ήσαν εξίσου γιοι ενός Πατέρα και όταν στην Όπιν προσευχήθηκε για να μπορέσουν Μακεδόνες και Πέρσες να μετέχουν μιας πολιτείας και οι λαοί αυτοί της γης να ζούνε σε αρμονία και ενότητα καρδιάς και νου, διακήρυξε γ ια πρώτη φορά την ενότητα και αδελφότητα της ανθρωπότητας...

Πρώτο ς αυτός ήταν έτοιμος να ξεπεράσει τις εθνικές διαφορές και να διακηρύξει, όπως αργότερα το βροντοφώναξε ο απ. Παύλος, ότι «δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε Έλληνα και βάρβαρο» ( Κολ. 3:11)... Αυτός έμπνευσε στον Ζήνωνα το όραμά του για έναν κόσμο στον οποίο όλοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ήσαν πολίτες μιας πολιτείας χωρίς φυλετικές διακρίσεις, υπακούοντες και ζώντες σε αρμονία μόνο με το Φυσικό Νόμο που υπάρχει στο Σύμπαν, ενωμένοι δε σε μια κοινωνική ζωή όχι αναγκαστικά αλλά από δική τους συναίνεση και αγάπη...".

* * * * *


Έτσι μέσα στην Οικονομία των Θείων σχεδίων, ανάμεσα σε Πέλλα και Βαβυλώνα (356-323 π.Χ.), ξετυλίχτηκε ένας διπλός ρόλος. Ο πρώτος, όταν την άνοιξη του 334 η Δύση έστελνε τον Αλέξανδρο, πρόδρομο της μεγάλης στιγμής του κόσμου, να φέρει στην Ανατολή τα πολύτιμα δώρα της, την ελληνική παιδεία και γλώσσα, ενώνοντάς την μαζί με τη Δύση σ’ ένα Παγκόσμιο Κράτος. Και ο δεύτερος, όταν το Φθινόπωρο του 49 μ.Χ. σε εξόφληση ίσως του μεγάλου χρέους της, η Ανατολή έστελνε τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, πυρφόρο της νέας πίστης, να φέρει στη Δύση το ανεκτίμητο δώρο της, το χριστιανικό φως, ενώνοντάς την μαζί με την Ανατολή, σε μια Παγκόσμια Εκκλησία.

Μάλιστα αν ο θάνατος δεν σταματούσε τόσο γρήγορα τον Μακεδόνα οραματιστή από την εργώδη και πρωτοφανή του προσπάθεια για το «ενός δήμου άπαντας ανθρώπους» και εάν τα «τέσσερα κέρατα του οράματος του Δανιήλ που ανέβηκαν στη θέση αυτού που έπεσε», μπορούσαν να μη διασπαστούν, τότε... ίσως η αποστολή της Ρώμης στην ιστορία να μην ήταν αναγκαία. Όμως τα τέσσερα τούτα κέρατα, τα Βασίλεια Ελλάδας, Μικρασίας, Συρίας και Αιγύπτου - όπως είδαμε παραπάνω - «δεν ήσαν κατά την δύναμιν του πρώτου».

Ο Παν. Κανελλόπουλος στο σημείο τούτο κάνει μια μάλλον ιδεαλιστική τοποθέτηση, υποστηρίζοντας ότι, η αποστολή της Ρώμης στην Ιστορία θα ήτανε περιττή, αν ο Αλέξανδρος μπορούσε να ταυτιστεί με την Αθήνα και «ίδρυε το παγκόσμιο κράτος του με κέντρο την πόλη των Αθηναίων, το κατ' εξοχήν άστυ της Ιστορίας». Υπόθεση τολμηρή, όπως ο ίδιος παραδέχεται, που φρονούμε ότι οπωσδήποτε πρωταγωνιστή της δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει τον «ες επιθυμίαν του πρόσω είναι», γιο του Φίλιππου.

Έτσι η Ρώμη ήλθε στο προσκήνιο της Ιστορίας με σημαντική συμβολή της την Ρax Pomana. Εισχώρησε συνέχεια στην οικονομική και πνευματική σφαίρα του ελληνιστικού κόσμου, «του οποίου γίνηκε κληρονόμος με την ενοποίηση του Μεσογειακού χώρου».

Παγκόσμιο λοιπόν Κράτος και Παγκόσμια Εκκλησία. Στηριγμένο το πρώτο σε «μια κοινωνική συμβίωση όχι αναγκαστική αλλά με τα δεσμά της αγάπης, όπως το θέλησε ο ιδρυτής του Αλέξανδρος, που πρώτος αυτός κήρυξε την ενότητα και αδελφοσύνη των ανθρώπων». Δομή της δεύτερης, τούτη ακριβώς η αδελφοποίηση των ανθρώπων, όπως την κήρυξε ο μεγάλος απόστολος των εθνών «η αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς» και «περισσεύσαι τη αγάπη εις αλλήλους και εις πάντας». Να, γιατί δεν πρέπει να χαρακτηριστεί υπερβολική η κρίση του βρετανού ιστορικού W. Tarn ότι «ο Αλέξανδρος υπήρξε υπό τούτη την έννοια, πρόδρομος του αποστόλου Παύλου».

* * * * *


Η ελληνικότητα της Μακεδονίας είναι εξάλλου πρόδηλη και στην πορεία του Ευαγγελίου τον πρώτο ιδιαίτερα χριστιανικόν αιώνα. Ας αποπειραθούμε μια συντομότατη σκιαγράφηση του χώρου.

Είναι λένε σε κάποιο της σημείο, το πιο σκοτεινό ίσως, που η νύχτα στέκεται σιωπηλή, σαν όριο που χωρίζει ή και που ενώνει, τη δύση με την ανατολή. Το φως που έφυγε και το φως που θα έλθει. Όριο, συμβατικό μάλλον. Μα που το δειλινό που θα δοκιμάσουμε να ιστορίσουμε, γίνηκε όριο ιστορικό, αφού σε αυτό έδωκαν τα χέρια η Δύση και η Ανατολή. Το φως που έφευγε και το φως που ερχόταν.

Στην Ανατολή, η αφή του φωτός είχε ήδη συντελεστεί από το «Λόγο (που) σαρξ εγένετο». Ακόμη, ο δρομέας που θα έτρεχε στους δρόμους των εθνών «ευαγγελίσασθαι τον ανεξιχνίαστον πλούτον του Χριστού» είχε και αυτός ξεκινήσει.

Όμως, καίτοι απαλλαγμένος κιόλας από το θρησκευτικό φανατισμό του «ιουδαίων ο Θεός μόνον», ο δρομέας τούτο ς του Χριστού, φαινότανε να είχε χάσει ή να μην μπορούσε να βρει τον πιο πέρα δρόμο του, προς «τα έθνη τα μη ειδότα τον Θεόν".

Γι’ αυτό και το αβέβαιο περπάτημα ένα γύρω στην Τρωάδα. Και οι νύχτιοι μοναχικοί περίπατοι στην παραλία, δίπλα στο κύμα, σε σταυροδρόμια μπροστά και σε κοσμοπολίτικα λιμάνια, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει τον ένα δρόμο και το ένα καράβι, που έπρεπε να πάρει...

Στη Δύση από την άλλη και ιδιαίτερα στη Μεσογειακή τούτη προεκταμένη προς την Ανατολή ελληνική χερσόνησο, η νύχτα δεν ήταν εκείνη που θα έφερνε σε λίγο το φως, αλλά εκείνη που είχε έλθει έπειτα από το φως.

Ήτανε η νύχτα έπειτα από τον Θαλή και τον Ηράκλειτο, τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, τον Φειδία και τον Πραξιτέλη, τους Δελφούς και την Ακρόπολη. Και, το πιο πολύ, έπειτα από το μεγάλο άλμα και τη θριαμβική πορεία του Μακεδόνα Αλέξανδρου Γ΄ σε Ασία και Αφρική, για το οποίο μιλήσαμε ήδη. Έπειτα από την περίλαμπρη Ελληνιστική εποχή που ακολούθησε με τους Πτολεμαίους, τους Σελευκίδες και τους Αντιγονίδες.

Τώρα όλα τούτα τα είχε σκεπάσει η νύχτα που είχε έλθει. Η νύχτα με την ταπείνωση που είχε φέρει η ήττα του Περσέα στην Πύδνα το 168 Π. Χ. και του Δίαιου στην Κόρινθο, το 146 Π. Χ., από τους Ρωμαίους.

Μέσα λοιπόν σε αυτή τη νύχτα, ξεπρόβαλε ο «ανήρ Μακεδών». Ανώνυμο και όρθιο - ίσως με απλωμένα τα χέρια - τον θέλει η Βιβλική αφήγηση. Και σαν τέτοιος και σε τέτοια στάση, δεν θα μπορούσε ποτέ να ήταν κάποιος Αρχέλαος ή Αμύντας, κάποιος Φίλιππος (Β΄ ή Ε΄, αδιάφορο) ή Αλέξανδρος.

Ήταν... «Μακεδών τις». Κάποιος μέσα από τους πολλούς. Που αντιπροσώπευε κείνη τη στιγμή όλους, τη Μακεδονία και τον Ελλαδικό χώρο και τη Δύση ολόκληρη, που με το «εστώς» και «παρακαλών», ομολογούσε μέσα σε τούτη τη νύχτα, τη δική της νύχτα που τόσο ασφυχτικά την είχε τυλίξει.

* * * * *


Ήτανε λοιπόν φθινόπωρο του 49, όταν ο Παύλος με τους Λουκά, Σίλα και Τιμόθεο, πήραν το πλοίο για την Ευρώπη, που επίσημη κι ελληνόπρεπη είσοδο της για κείνους που έρχονται από την Ανατολή δεν έχει άλλη από τη Μακεδονία.

«Διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημάς».

Διάβα λοιπόν Παύλε. Όλα είναι έτοιμα και ώριμα πια. Το «πλήρωμα του χρόνου ήλθε, η Ευρώπη ν’ ακούσει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας του Χριστού. Και « ο αφορίσας σε εκ κοιλίας μητρός, απόστολον εις τα έθνη», έκαμε ώστε με την Ιουδαϊκή σου καταγωγή, τη βαθιά Ελληνιστική σου παιδεία και τη Ρωμαϊκή σου υπηκοότητα, να είσαι το «σκεύος της εκλογής» για τούτο το έργο.

Διάβα λοιπόν, Παύλε. Το «ελληνιστί γινώσκεις», που αργότερα θα σε ρωτήσει - γιομάτος θαυμασμό ή και ζήλεια - ο Χιλίαρχος στην Ιερουσαλήμ, εδώ δεν θα σου χρειαστεί. Εδώ, στο χώρο που δίκαια ο Αππιανός ονόμασε «δίοδον ες την Ασίαν τε και Ευρώπην», όλοι μιλούνε ελληνικά. Ακόμα και οι νικητές των Ελλήνων Ρωμαίοι, αφού οι «ηττημένοι»  τους, τους νίκησαν με την παιδεία τους κι «έφεραν τις τέχνες ως το αγροίκο Λάτιο».

Διάβα Παύλε. Γιατί να και η «via militaris» η Εγνατία, από την Επίδαμνο και Απολλωνία της Αδριατικής ως τα Κύψελα του Έβρου. «Βεβηματισμένη και κατεστηλωμένη», διαπερνά ολόκληρη τη Μακεδονία, έτοιμη να τη βαδίσει προς όλες τις κατευθύνσεις το Ευαγγέλιο του Χριστού.

* * * * *


Η Σαμοθράκη υποδέχεται αυτή πρώτη για ένα βράδυ τους κομιστές του θείου μηνύματος, στο ταξίδι τους από Τρωάδα στη Νέαν Πόλιν. Και όταν την άλλη μέρα το πλοίο αφήνει  πίσω του το τέμενος των «Μεγάλων Θεών», ο Παύλο ς έχει πάρει ήδη στερεά την απόφαση του. Θα φανέρωνε αυτός «το μεγάλο της ευσέβειας μυστήριον, που αποκαλύπτει Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί».

Το άλλο βράδυ, το πλοίο αγκυροβολεί στη Νεάπολη, τις «Θερμοπύλες» αυτές της Μακεδονίας. Το λιμάνι τούτο υποδοχής δεν φαίνεται να έμεινε αδιάφορο στο χριστιανικό μήνυμα. Ο τίτλος του βιβλίου του αείμνηστου Λαζαρίδη «Νεάπολις, Χριστούπολις, Καβάλα», συνηγορεί σε αυτό.

Οι Φίλιπποι, έπειτα. Η «πρώτη μερίδος Μακεδονίας πόλις», που όχι μόνον υπήρξε η πρώτη και εν πολλοίς πρότυπη χριστιανική Εκκλησία στην Ευρώπη, αλλά λειτούργησε και μια δική της «Εγνατία Αγάπης», παρακολουθώντας και υπηρετούσα στις ανάγκες του πνευματικού της πατέρα του Παύλου, στη Θεσσαλονίκη, στην Κόρινθο, στη Ρώμη, παντού.

Ακολουθεί το λιτότατο «διοδεύσαντες» της Αμφίπολης και της Απολλωνίας, που με τη συρροή των παλαιοχριστιανικών Βασιλικών της πρώτης επιγραφής του 1 μ.Χ. της δεύτερης που αναφέρει τη διαίρεση της πόλης σε φυλές, την ύπαρξη Πολιταρχών, Βουλής και Εκκλησίας του Δήμου, ποιος ξέρει τι έχουν να μας διηγηθούν όταν η αρχαιολογική σκαπάνη μας φέρει στο φως την αρχαία Civitas Apollonia !..

Η Θεσσαλονίκη δέχεται με τη σειρά της το λόγο του Θεού. Αποδέκτες του «τινές lουδαίοι» και... «πλήθος μεγάλο σεβομένων Ελλήνων και γυναίκες (Ελληνίδες) ουκ ολίγοι». Σε λίγο, η Θεσσαλονίκη γίνεται η πρώτη φροντίδα του «Αποστόλου των Εθνών». Το ιεραποστολικό κέντρο, από το οποίο «ο λόγος του Θεού εξήχηται εν όλη τη Μακεδονία και εν όλη Αχαΐα και εν παντί τόπω». Από εδώ και οι δύο πιστοί συνεργάτες του, Αρίσταρχος και Σεκούνδος.

Η Βέροια ακόμη, που από στέκι αναμονής του Παύλου για την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη, γίνεται ένας θαυμάσιος ιεραποστολικός αγρός. Πολλοί πιστεύουν εδώ και όπως συνέβηκε και στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ αυτών που δέχονται το λόγο είναι «των Ελληνίδων γυναικών των ευσχημόνων ουκ ολίγαι». «Δείγμα - όπως σημειώνει ο Holzner στον «Παύλο» του - ότι βρισκόμαστε στην Ευρώπη».

Και γιατί όχι το Δίο, τούτη «η Ολυμπία και οι Δελφοί συνάμα της Μακεδονίας», για το οποίο έχουμε ισχυρούς λόγους να υποστηρίζουμε ότι από το νοτιότατο τούτο λιμάνι της Μακεδονίας, ο απόστολος των εθνών πήρε το πλοίο για την Αχαΐα, τον επόμενο ιεραποστολικό του αγρό, στη Νότιο Ελλάδα.

Και ακόμη οι επισκέψεις του την άνοιξη και το καλοκαίρι του 56, τον Μάρτη του 57, το 62 μετά την πρώτη του αιχμαλωσία και το 66, πριν από την δεύτερη σύλληψη και το μαρτύριό του.

• Πόσες φορές ο Παύλος «διήλθεν την Μακεδονίαν» !.

•  Πόσες φορές «στήριξε τις Μακεδονικές εκκλησίες πολλώ λογώ» !..

• Πόσες φορές αυτό το εμφατικό «διελθείν εις Μακεδονίαν και πάλιν από Μακεδονίας» !..

• Πόσες φορές το καύχημά του για « την χάρην του Θεού την δεδομένην εν ταις εκκλησίαις της Μακεδονίας» !..

• Πόσες φορές «οι αδελφοί ελθόvτες από Μακεδονίας προσανεπλήρωσαν» το υστέρημά του !. .

• Πόσες φορές το «ευδόκησε η Μακεδονία κοινωνίαν τινά ποιήσασθαι εις τους πτωχούς των αγίων εις Ιερουσαλήμ»!..

Η φράση του Παύλου στον Τιμόθεο. Κυρίες και Κύριοι, «πορευόμενος εις Μακεδονίαν», όχι δεν δηλώνει ένα απλό οδοιπορικό, αλλά ένα καύχημα κι ένα πάλαιμα ψυχής, αυτού που με τη βαθύτατη ελληνιστική του παιδεία, 16 από τα 21 χρόνια υπηρεσίας του στον αγρό του Κυρίου, σύνδεσε άρρηκτα με τη Μακεδονία και τον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο . Και όταν το πλοίο τον παίρνει δέσμιο πια του Χριστού στη Ρώμη, δύο Μακεδόνες τον συνοδεύουν ο Λουκάς και ο Αρίσταρχος. Και όταν στη δίχρονη αιχμαλωσία του έρχεται σε ανάγκη «Μακεδόνες συγκοινωνούν στη θλίψη του». Και Μακεδονική Εκκλησία του στέλνει τον επίλεκτο Πρεσβύτερο της, τον Επαφρόδιτο , «συνεργόν και συστρατιώτην και λειτουργόν της χρείας».

* * * * *


Κυρίες ,  Κύριοι,

Γιομάτη Μακεδονία είναι η Βίβλος , ιδιαίτερα η Καινή Διαθήκη . Χαρείτε την. Και διασαλπίστε με απόλυτη σιγουριά προς κάθε κατεύθυνση ότι Αρχαιολογία, Ιστορία και Βίβλος, βρovτoφωνάζoυν για την ελληνικότητά της. Η Μακεδονία δεν είναι απλώς ελληνική. Η Μακεδονία είναι Ελλάδα.