ΣΤΟΝ «ΚΟΡΑΚΑ ΤΟΥ ΑΡΟΤΡΟΥ»



«Έγινε χαρά μεγάλη στην μέση του Ατλαντικού, αλλά και ωδίνες στην μέση του Περσικού κόλπου».

Ήταν μια γλυκιά καλοκαιριάτικη, ασυννέφιαστη βραδιά πανσελήνου στην μέση του Ατλαντικού. Η ματιά ελεύθερα σπάθιζε τον ουρανό και σάρωνε ανεμπόδιστα το πέλαγος. Μπορούσε να περάσει κανείς ώρες ατέλειωτες ρεμβάζοντας σε οποιοδήποτε ανοιχτό μέρος του πλοίου. Κάτι τέτοιες βραδιές, όταν ακόμη ήμουν Αξιωματικός βάρδιας, μου άρεσε να βγαίνω στο φτερό της γέφυρας δίπλα στην φαναριέρα και να κοιτάω τα νερά, καθώς τα έσχιζε το υνί της πλώρης μας. Ένα πανέμορφο γαλαζοπράσινο φρύδι νερού πασπαλισμένο με φώσφορο ανασηκώνονταν από την κόψη της πλώρης μας και φεύγοντας καταλάγιαζε σιγά, σιγά στο νυσταγμένο πρόσωπο του ωκεανού.
Ο νους μου έτρεχε στο νησί, τότε που παιδί ακόμη με μάθαινε ο πατέρας την τέχνη του οργώματος. Ήταν αγρότης και δεν ήθελε για κανένα λόγο να συνεχίσω το δικό του επάγγελμα. Πάντως ποτέ του δεν σταμάτησε να με συμβουλεύει οσάκις κατά τις σχολικές καλοκαιριάτικες διακοπές πήγαινα μαζί του στα κτήματα. Θυμάμαι ακόμη την πάγια συμβουλή του όταν έψαχνα να βρω κάποιο εργαλείο μου ανάμεσα στα ξερόχορτα.
«-Πάντα στη ρίζα του δέντρου βάζομε τα εργαλεία».
Στο όργωμα όταν του ζητούσα να δώσει και σε μένα το αλέτρι, πρόθυμα μου το έδινε. Και τότε διαπίστωνα το πόσο δύσκολο είναι να οργώνει κανείς και πόση τέχνη χρειάζεται για να προχωρεί κανονικά το συρόμενο από το ζώο αλέτρι. Συνέβαινε χωρίς να το καταλάβεις να γλιστρήσει στην προηγούμενη αυλακιά, ή να ξεκαρφωθεί και να πεταχτεί τελείως έξω από την άλλη πλευρά, οπότε απορυθμίζονταν τα πάντα. Το ζώο προχωρούσε γρηγορότερα καθώς είχε ελευθερωθεί από το εμπόδιο του σκαψίματος, η αυλακιά στράβωνε, και κάποιο μέρος έμενε κακοσκαμμένο, η και τελείως άσκαφτο. Η συμβουλή του πατέρα ήταν:
«-Το μάτι καρφωμένο στον κόρακα, κλεφτά θα ρίχνεις τη ματιά σου στο ζώο».
Κόρακας ήταν η μπροστινή άκρη του αρότρου, που έπρεπε να βρίσκεται πάντα πάνω από το χωμάτινο φρύδι, που άφηνε στο άσκαφτο χώμα η προηγούμενη αυλακιά. Όταν αργότερα είδα στον λόγο του Θεού το
«ουδείς βαλών την χείρα αυτού επί άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω είναι αρμόδιος δια την βασιλείαν του Θεού» (Λουκ.9:62),
κατάλαβα όλο το νόημα των λόγων του Κυρίου και το πόσο δίκιο είχε ο πατέρας.
Αυτό θυμάμαι και κάθε φορά που ακούω, ή διαβάζω αυτό το εδάφιο, και από μέσα μου ψιθυρίζω.
«Το μάτι καρφωμένο στον Σταυρό, στο αλέτρι της σωτηρίας, κλεφτά σε οτιδήποτε άλλο».
Ένα γιγαντιαίο αλέτρι ωκεανού ήταν και το καράβι που έκανε τις δικές του ωκεάνιες αυλακιές μεταξύ των ηπείρων του κόσμου. Τούτο το αλέτρι αισθανόμουν κατά τις εγωιστικές ατομικές μου και αξομολόγητες στιγμές του ωκεανού πως βρισκόταν κάτω από την απόλυτη εξουσία μου. Άλλες φορές πάλι όταν αγρίευε ο ωκεανός και το αλέτρι μπατάριζε πότε από την μια και πότε από την άλλη πλευρά, αισθανόμουν την ανάγκη της έντονης κλεφτής ματιάς στο κύμα που σαν αφηνιασμένο ζώο κλωτσούσε με μανία τον κόρακα της πλώρης μας.
Αυτή τη βραδιά όμως καθώς τράβηξα λίγο την κουρτίνα του φινιστρινιού και είδα την χρυσή κορδέλα του φεγγαρόφωτου να παιχνιδίζει απλωμένη πάνω στα νερά του ωκεανού, μου ήλθε η σφοδρή επιθυμία να κατεβώ στο κατάστρωμα για να λουστώ ολόκληρος σε τούτη τη θεϊκή μαγεία.
Η σκάλα που κατέβαινα περνούσε έξω από το δωμάτιο του Υποπλοιάρχου. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, και απόρησα βλέποντας το φινιστρίνι του ανοιχτό και τα φώτα αναμμένα. Κανονικά έπρεπε να κοιμάται γιατί η βάρδια του Υποπλοιάρχου είναι πάντα η 4-8. Πλησιάζοντας άκουσα και ομιλίες. Η σκάλα περνούσε ξυστά σχεδόν από το ανοιχτό φινιστρίνι. Αυτό που είδα με γέμισε χαρά και ευτυχία. Ο Υποπλοίαρχος είχε συγκεντρώσει μερικούς ναυτικούς και όλοι τους είχαν ανοιχτές τις Καινές Διαθήκες που τους είχα δώσει από τις πρώτες μέρες που ήλθα στο καράβι. Διάβαζαν. Ο Υποπλοίαρχος πρωτοστατούσε, είχε τον λόγο. Ένα κύμα ευφορίας με πλημμύρησε.
Στην κόψη του ορίζοντα ένα φως τρεμόσβηνε. Κάποιο άλλο καράβι όργωνε τον ωκεανό. Δεν ήμασταν μόνοι. Η συντροφιά του όμως ήταν τόσο μακρινή και τρεμάμενη που ήταν σαν να μην υπήρχε. Εμείς είχαμε το προνόμιο να απολαμβάνουμε την συντροφιά του Δημιουργού μας. Επέστρεψα στην καμπίνα μου και ευχαρίστησα τον Κύριο. Με τον Υποπλοίαρχο είχα μιλήσει αρκετές φορές, και αισθανόμουν πως ήταν δεκτικός στα πνευματικά πράγματα, αλλά δεν είχα ποτέ φανταστεί πως είχε τόσο πολύ προχωρήσει. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το τι συμβαίνει μέσα στην καρδιά του άλλου και μάλιστα όταν μιλάς σε άνθρωπο που η θέση του είναι κατώτερη από την δική σου. Δεν ξέρεις αν σε παρακολουθεί από ευγένεια, ή από ανάγκη. Έκτοτε μιλούσαμε πιο ελεύθερα για το μοναδικό, το σωτήριο έργο του σταυρικής θυσίας του Κυρίου μας.
Κάποτε ήλθε η ώρα που θα ξεμπαρκάριζε. Προκειμένου να έχει μια πνευματική επαφή με πιστούς ανθρώπους, πράγμα που πολύ επιθυμούσε, του έδωσα μερικά μικροπράγματα για να τα δώσει σε συγγενείς μου όταν θα έφθανε στην πατρίδα. Πράγματι τους τηλεφώνησε, τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του και η συνάντησή τους υπήρξε φανταστική. Αγκαλιές, φιλιά, αδέλφια μου και λοιπές εκδηλώσεις γεμάτες ενθουσιασμό. Όρισαν και δεύτερη συνάντηση. Όλα έδειχναν ότι είχε γίνει βαθύ έργο στην καρδιά του. Οι συγγενείς μου ήταν κατενθουσιασμένοι και ευχαριστούσαν τον Θεό για την μεταστροφή αυτού του ανθρώπου.
Έγινε και η δεύτερη συνάντηση. Τα πράγματα τώρα ήταν απελπιστικά ψυχρά. Η σύζυγος ούτε που κουνήθηκε από την θέση της, ο δε Υποπλοίαρχος τόσο τυπικότατος που οι επισκέπτες δεν ήξεραν πώς να φύγουν. Στο καράβι ήλθαν και μερικά γράμματα που απέτρεπαν τους ναυτικούς να έχουν οποιαδήποτε πνευματική σχέση με τον Καπετάνιο, γιατί ήταν αιρετικός και απόδειξη ήταν οι Καινές Διαθήκες που τους είχα δώσει. Οι Καινές Διαθήκες εν τούτοις ήταν της Βιβλικής Εταιρείας, εγκεκριμένης έκδοσης από το Πατριαρχείο. Εκείνη η έκδοση είχε τυπωμένο τον Σταυρό του εξωφύλλου πάνω και αριστερά. Αυτό σύμφωνα με την γνώμη εκείνων που τον παρέσυραν σήμαινε πως ανήκαν στην Δυτική και όχι στην Ανατολική Εκκλησία. Ο σκοταδισμός σε όλο το μεγαλείο του. Κάλεσα μερικούς ναυτικούς και τους έδειξα την δική μου Αγία Γραφή που είχε τον Σταυρό στη μέση και τους διάβασα μερικά αποσπάσματα ενώ εκείνοι παρακολουθούσαν τα ίδια από τις δικές τους Καινές Διαθήκες. Η ζημιά όμως είχε γίνει. Φυσικά έγραψα στον Υποπλοίαρχο τονίζοντάς του ότι ο Θεός μια μέρα θα μας κρίνει σύμφωνα με την αποδοχή του αίματος του Γιου Του, που έβαψε τον Σταυρό και όχι σύμφωνα με την θέση στην οποία βρίσκεται το σημείο του σταυρού στο εξώφυλλο της Καινής Διαθήκης. Ζιζάνια που αγκάλιασαν και έπνιξαν το σιτάρι; Δεν ξέρω. Μόνο ο Θεός το ξέρει.
Προσωπικά ευχαριστώ τον Σωτήρα μου για όλα. Κάθε φορά που μου έρχεται στο νου η εικόνα εκείνης της βραδιάς στο καράβι, φέρνω τον Υποπλοίαρχο μπροστά στον θρόνο του ελέους και της χάριτος του Θεού μας. Μια φεγγαρόλουστη βραδιά στην μέση του Ατλαντικού, έγινε αιτία ανυπέρβλητης χαράς και ανείπωτου κατοπινού πόνου.

Όταν πήρα τα γράμματα των συγγενών μου που μου περιέγραφαν τα καθέκαστα, και συγχρόνως έμαθα και για τις επιστολές που είχε στείλει στο πλήρωμα ο Υποπλοίαρχος αισθάνθηκα τόσο πόνο που κατέβηκα ξανά στο κατάστρωμα του δεξαμενόπλοιου. Ήμασταν στον Περσικό κόλπο, σε μια αφόρητη ζέστη. Περπάτησα κάτω από τον καυτό ήλιο. Το στομάχι μου ήταν σφιγμένο και αισθανόμουνα καμπουριασμένος και απελπισμένος. Σήμερα αναλογιζόμενος όλη αυτή την ιστορία με τα φοβερά σκαμπανεβάσματα, δεν αναρωτιέμαι γιατί κάποτε χαιρόμουνα τόσο πολύ και γιατί αργότερα πόνεσα περισσότερο. Την απάντηση την ξέρεις και συ αν διαβάζεις την Καινή Διαθήκη και πιστεύεις στην αλήθεια των λόγων της.
«Ο δε Φίλιππος καταβάς εις την πόλιν της Σαμαρείας εκήρυττεν εις αυτούς τον Χριστόν. Και οι όχλοι προσείχον ομοθυμαδόν εις τα λεγόμενα υπό του Φιλίππου…και έγινε χαρά μεγάλη εν εκείνη τη πόλει» (Πρ.8:5-8).

Αλλά και «Τεκνία μου δια τους οποίους πάλιν είμαι εις ωδίνας εωσού μορφωθεί ο Χριστός εν υμίν» (Γαλ.4:19).

Αυτά είναι τα σύνορα της αληθινής πατρίδας μας. Μέσα σε αυτή την πατρίδα ζούμε και κινούμαστε, ευρισκόμενοι πάντα κάτω από την χάρη και το έλεος Θεού. Λουσμένοι και πλυμένοι με το Αίμα του Χριστού.

Ο πολίτης του ουρανού χαίρεται όταν μια ψυχή σώζεται και πικραίνεται οδυνηρά όταν σκοντάφτει. Τον Υποπλοίαρχο ούτε τον ήξερα πριν να συναντηθούμε στο καράβι, ούτε και μετά τον ξανασυνάντησα. Κάποια στιγμή νομίζω ότι στο απέναντι πεζοδρόμιο στο Πειραιά, κάποιος του έμοιαζε. Άραγε να ήταν εκείνος; Κάποια μέρα, εκείνη την μέρα θα ιδούμε. Στον Ουρανό. Τότε θα ιδούμε κατά πόσο το μάτι ήταν καρφωμένο στον «κόρακα του αρότρου», που είναι ο Σταυρός, και όχι κάπου αλλού. Τότε θα ανταμειφθούμε για τις χαρές και τις λύπες μας σε τούτον τον κόσμο. Τότε, μπροστά στον Βήμα Του.
Αρχή της σελίδας Αρχή της σελίδας dadaos@epean.org

Αρχική σελίδα Home