Εκκλησιασμός

Ο Εκκλησιασμός δεν είναι κοινωνικό καθήκον καθωσπρεπισμού, είναι πνευματική χαρά, δεν είναι το «παρ’ ολίγον με πείθεις να γίνω Χριστιανός», είναι το «ενέμενον εν τη προσευχή», το «πληρωθείς Πνεύματος Αγίου», το «μετά του Χριστού συνεσταυρώθην», είναι ένα δάκρυ ευγνωμοσύνης για το μεγάλο έργο του σταυρικής θυσίας του Χριστού.

Δεν είναι το καθήκον ενός ευσυνείδητου νεωκόρου που απλά, και μόνον από υποχρέωση εκκλησιάστηκε πιο πολλές φορές από όλους τους ενορίτες. Θα προηγηθεί μάλλον η Αννούλα, το κοριτσάκι που την παραμονή των σχολικών εξετάσεών του μπήκε στο εξωκλήσι και ζήτησε συνειδητά την φώτιση του Αγίου Πνεύματος.

Και πιο μπροστά απ’ αυτό, θα βαδίζει η Ρηνούλα, ένα άλλο κοριτσάκι που κρατώντας ένα κουβαδάκι με ασβέστη και ένα βουρτσάκι προσπαθούσε με γεμάτο ασβέστες το φουστανάκι του, να ασπρίσει τα σκαλοπάτια της εκκλησίας, και το πιο εντυπωσιακό, ευπρόσδεκτη στον μέγα εκκλησιασμό του Ουρανού θα είναι και η ανώνυμη αμαρτωλή που μετανιωμένη και κλαίγοντας με λυγμούς κοιτούσε από μακριά τους εκκλησιαζόμενους νιώθοντας το βάρος της περασμένης της ζωής.

Κάποια Κυριακή πρωί, με ανοιχτά τα μάτια και καθώς οδηγούσα βιαστικά κατευθυνόμενος προς την εκκλησία, ονειρεύτηκα το σχεδόν ερημωμένο χωριό μου, τον Μαραθόκαμπο να σφύζει από ζωή. Όλοι ανεξαιρέτως οι συγχωριανοί μου βρισκόταν στους δρόμους βαδίζοντας προς τις ενορίες τους... Γελαστά, καλοσυνάτα πρόσωπα παππούδων και γιαγιάδων, ευτυχισμένα, ευσεβή και κόσμια ντυμένα και καλοχτενισμένα ζευγάρια γονιών, έχοντας μπροστά τους, τους πολύτιμους θησαυρούς τους, τα παιδιά τους, αρραβωνιασμένα ζευγαράκια νεαρών ατόμων, έφηβους και νεαρά κοριτσόπουλα που ειλικρινά και τίμια, ένοχα κρυφοκοιτάζονταν.
Κυριακή πρωί… και δεν ήταν το τρίτο σήμαμα της καμπάνας, ήταν το πρώτο!..

Τι παρέλαση και τούτη σκέφτηκα! Τι συνταίριασμα ανθρώπου και Θεού! Τι δυνατό κάλεσμα καμπάνας!
«-Καλά πάμε», ξέφυγαν από το στόμα μου αυτές οι δυο λέξεις σαν αντίλαλος στο πρώτο σήμαμα. Και συνήλθα ακούγοντας την φωνή μου.

Μπροστά μου, νοερά τώρα, ήταν μια άλλη εικόνα.
Ντουντούκες, πανό, μολότοφ, δακρυγόνα, χειροβομβίδες κρότου λάμψης, καδρόνια, βαριοπούλες, μάσκες, κράνη, οργισμένα πρόσωπα, δυστυχισμένες υπάρξεις.
Που πάτε τους ρώτησα, πουθενά απάντησαν. Σταμάτησα, ήμουν μπροστά στην εκκλησία.

Μια ηλικιωμένη γιαγιά είχε προπορευτεί και καθόταν στο παγκάκι του προαυλίου. Ήταν η Αθηνά που από μικρό κοριτσάκι ο μπαμπάς της, ο ταξιτζής την οδηγούσε στην εκκλησία. Και ακόμη δεν το ξέχασε παρ’ ότι η γεροντική άνοια χτυπάει την πόρτα της καρδούλας της.
«-Είναι κλειστή η πόρτα;» την ρώτησα.
«-Όχι», μου είπε, «αλλά δεν έχει έλθει κανείς ακόμη.»
«-Ούτε ο παπάς» την ρώτησα;
«-Ούτε», μου απάντησε.
«-Πάμε εμείς της είπα» και την έπιασα απ’ το χέρι για να σταθεί στα πόδια της.

Και μπήκαμε. Εκεί μας περίμενε Εκείνος, ο Ένας και μοναδικός, ο Ιησούς Χριστός.
Στην φαντασία μας; Στην πραγματικότητα; Στην καρδιά μας; Θα σας το πω κι’ ας μην το πιστέψετε. Ήταν παντού, σε όλα αυτά, ακόμη και στην ανάσα μας.

«-Είναι πολλοί εδώ μέσα», είπα στην Αθηνά.
«-Και έξω ήταν» συμπλήρωσε εκείνη.
«-Δίκιο έχεις αδελφούλα μου, «Άγγελος Κυρίου στρατοπεδεύει κύκλω των φοβουμένων Αυτόν…».

Την οδήγησα μέχρι το κάθισμά της, κάθισα κι εγώ στο δικό μου, κοντά στην πόρτα, καθώς είμαι επί της υποδοχής. Θα έλθουν μετά το πρώτο, το δεύτερο, ή το τρίτο σήμαμα; Ή μήπως δεν θα έλθουν καθόλου παρασυρόμενοι, ή και συμμετέχοντες στις παντοειδείς διαδηλώσεις και εκδηλώσεις, ή και αναπαυόμενοι στα κρεβάτια τους; Ο Κύριος γνωρίζει.

Υπάρχει μια ανθρώπινη αλυσίδα που βιράρεται από τον ωκεανό του κόσμου και τυλίγεται στο βαρούλκο της Ουράνιας Βασιλείας. Κάθε κρίκος της είναι ένα «Θ» το αρχικό γράμμα της λέξης «Θεός». Ανά τακτά διαστήματα, έρχεται στην επιφάνεια και ένας πιο δυνατός κρίκος, «Θ» κι αυτός, που συνδέει τους προ και μετά από αυτόν αναδυόμενους κρίκους.

Δεν είναι κρίκοι της αλυσίδας κάποιας δεξιάς, ή αριστερής άγκυρας πλοίου. Είναι οι πολύτιμες ψυχές όλων εκείνων που συνδέθηκαν διά της πίστεως με την Άγκυρα που ρίχτηκε σε μια σπηλιά της Βηθλεέμ.

Ας γίνουμε κρίκοι αυτής της πολύτιμης χρυσής αλυσίδας που συνδέει Γη και Ουρανό.
Θα ήθελες να είσαι ένας τέτοιος κρίκος;
Προσωπικά το θέλω και αναπαύομαι στην υπόσχεση του Κυρίου μας:
«..τον ερχόμενον προς Εμέ δεν θα τον εκβάλλω έξω..».

Και λέει αλήθειες ο Χριστός.
Σκέψου τους κρίκους των αγίων ανδρών και γυναικών, αφανών και εμφανών που κράτησαν δυνατή ενωμένη και συνδεδεμένη με την Άγκυρα, την χρυσή αλυσίδα της πίστης μας.

Θέλεις να σπάσει αυτή η αλυσίδα;
Σίγουρα όχι. Γι’ αυτό τρέξε, έστω και αν δεν βρεις στο παγκάκι του προαυλίου την ηλικιωμένη Αθηνά. Θα είσαι εσύ…, μόνος…, αλλά τι είπα Θεέ μου, συγχώρεσέ με, θα είναι μαζί σου Εκείνος, Αυτός δια του οποίου τα πάντα έγιναν, Αυτός που έγινε Βρέφος, Σταυρωμένος, Βασιλιάς ένδοξος, Σωτήρας σου.
Γίνε κρίκος αφανής, ή εμφανής, γίνε «θήτα» που θα το ιδεί κάποιος περαστικός. Έστω και αυτό μόνο, είναι αρκετό.

Αμήν.

Τρέμω να γράψω το όνομά μου κάτω από τέτοιες αλήθειες γι’ αυτό τούτη τη φορά τολμώ να μείνω με το βαφτιστικό μου:

Αλέξανδρος
…του Γιώργη του Δαδάου.
Αρχή της σελίδας Αρχή της σελίδας dadaos@epean.org

Αρχική σελίδα Home