Αξέχαστες εμπειρίες θαλάσσης.

Έχουν περάσει πάνω από 4 δεκαετίες από κείνο τον Οκτώβρη. Μια μικρή παρέα γονατιστή στο σαλόνι του σπιτιού. Ένα μέλος της συντροφιάς θα έφευγε την επομένη για τη Βηρυτό. Θα μπαρκάριζε. Κι’ αυτή ήταν μια έκτακτη συνάθροιση που είχε γίνει πια έθιμο για κάθε παραμονή μπαρκαρίσματος μου. Ειδοποιούταν μια μικρή συντροφιά πιστών για προσευχή.

Τα κυρίαρχα αιτήματα ήταν να τεθώ κάτω από την ιδιαίτερη προστασία του Θεού για όσο χρόνο θα απουσίαζα και να εύρισκα συνεργάσιμους ανθρώπους στο πλοίο. Αυτή η φορά είχε και κάτι το διαφορετικό.

Είχα πάρει πια το αντίστοιχο δίπλωμα του Πλοιάρχου Ε.Ν., και θα μπαρκάριζα σαν Πλοίαρχος. Το καράβι στο οποίο θα πήγαινα ήταν ένα μικρό φορτηγό που συνήθως ταξίδευε από ανατολική Μεσόγειο για Αγγλία και επιστροφή. Η εποχή που ξεκινούσα ήταν άσχημη λόγω του επικείμενου χειμώνα και το καράβι πολύ μικρό για τέτοια ταξίδια και σε τέτοιες θάλασσες.

Ήμουν όμως πρωτόμπαρκος σαν Πλοίαρχος και δυνατότητα επιλογών δεν υπήρχε, λόγω μάλιστα ναυτιλιακής κρίσης και τοπικιστικών αιτίων. Οι Ναυτιλιακές Εταιρείες πάντοτε προτιμούν τους συντοπίτες τους κι’ εγώ δεν ήμουν ανάμεσα σ’ αυτούς.

Την επομένη λοιπόν βρέθηκα στην Βηρυτό και άρχισε το πρώτο μου ταξίδι, κάτω από μέτριες καιρικές συνθήκες. Στους Καλούς Λιμένας ανεφοδιαστήκαμε με καύσιμα και συνεχίσαμε για Βαρκελώνη απ’ όπου θα φορτώναμε για την Αγγλία.

Μετά τους Καλούς Λιμένες ο καιρός άρχισε να αγριεύει και όταν πια φτάσαμε στη περιοχή των Βαλεαρίδων τα πράγματα ήταν απελπιστικά. Για όσους γνωρίζουν την περιοχή οι κακοκαιρίες είναι φοβερές. Τα Πυρηναία όρη κατεβάζουν σφοδρούς ανέμους που μαστιγώνουν τα αφρισμένα κύματα μιας κυριολεκτικά λυσσασμένης θάλασσας, και παρασέρνουν ό,τι βρεθεί στο πέρασμά τους.

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες καρφωμένος στην γέφυρα του μικρού εκείνου καραβιού θυμάμαι ακόμη την ταλαιπωρία που πέρασα. Είχα πολλές φορές μέχρι τότε πέσει σε φουρτούνες. Στο πρώτο μου κιόλας μπάρκο σαν δόκιμος σε ταξίδια της Καραϊβικής είχαμε φάει όλους σχεδόν τους κυκλώνες της χρονιάς.

Μα τούτη η κακοκαιρία ήταν το κάτι άλλο. Το καράβι πότε στεκόταν όρθιο και έβλεπα τα απόνερα της προπέλας να βγαίνουν από μπροστά και πότε κατρακυλούσε προς τα κάτω, παίρνοντας επικίνδυνες κλίσεις.

Μέσα σ’ αυτή τη λαίλαπα είχες την αίσθηση ότι βρίσκεσαι τη μια στιγμή στο χείλος ενός υδάτινου γκρεμού και την άλλη στο βάθος ενός πηγαδιού από το οποίο καμιά δύναμη δεν μπορούσε να σε βγάλει. Τα μάτια μου είχανε τζαμώσει από την αϋπνία και το στόμα είχε γίνει δηλητήριο από τους καφέδες. Για φαγητό βέβαια ούτε λόγος να γίνεται. Ποιος να μαγειρέψει και ποια χύτρα να στηθεί σε κείνη την λαίλαπα.

Τα χέρια και τα πόδια πονούσαν από το συνεχές κράτημα και την προσπάθεια να σταθώ σε κάποια ισορροπία. Για να ανακουφίζομαι κάπως είχα δέσει στην μέση μου ένα σχοινί και τις δυο του άκρες από τον χειραγωγό δεξιά και αριστερά μου.

Μια χιονοθύελλα ήλθε να μηδενίσει και την ορατότητα. Η κεραία του ραντάρ είχε γίνει μια μπάλα από παγωμένο χιόνι και η σφυρίχτρα του πλοίου ανέλαβε να επισημαίνει την παρουσία μας σε τυχόν κοντινούς μας ομοιοταλαίπωρους.

Τίποτα δεν έδειχνε την οποιαδήποτε βελτίωση. Το καράβι για άλλη μια φορά, κατρακυλώντας είχε πέσει στα έγκατα θαρρείς της θάλασσας και εγώ γύρισα προς τον κατάκοπο τιμονιέρη να του δώσω κάποια εντολή.

Τότε η ματιά μου έπεσε στην ανοιχτή πόρτα του δωματίου χαρτών και στον καναπέ που συνήθως σε ώρες επιφυλακής ξάπλωνε ο καπετάνιος για λίγη ξεκούραση. Και κείνος ο καναπές μου φάνηκε τόσο φιλόξενος αλλά και τόσο μακρινός, όσο φάνηκε στον διψασμένο Δαβίδ το κατεχόμενο από τους Φιλισταίους πηγάδι της πύλης της Βηθλεέμ, της σκλαβωμένης ιδιαίτερης πατρίδας του. Όπως ο διψασμένος Δαβίδ βλέποντας από μακριά το κατεχόμενο πηγάδι είπε το:

«Ποιος να μου έδινε λίγο νερό από κείνο το πηγάδι», έτσι και εγώ προσευχόμενος ενδόμυχα είπα: «Πόσο θα ήθελα Κύριε να ξαπλώσω λιγάκι σε κείνο τον καναπέ!

Ξέρω Κύριε ότι δεν θα χαθώ ούτε εγώ ούτε και οι άνθρωποι που έχω αλλά αν θέλεις μπορείς να με ξεκουράσεις λίγο από τούτη την ταλαιπωρία». Εν τω μεταξύ το καράβι άρχισε τρίζοντας και αγκομαχώντας να ανεβαίνει τον γνωστό του πια ανήφορο. Τα απόνερα της προπέλας έβγαιναν και πάλι από μπροστά και δεξιά. Τελικά ανέβηκε, εγώ άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου για να ιδώ αν βλέπω καλά, τα έκλεισα, τα ξανάνοιξα, τίναξα δεξιά και αριστερά το κεφάλι μου για να καταλάβω τι συνέβαινε, και μέσα στην αμηχανία μου, άκουσα τον τιμονιέρη τρομαγμένο να ξεφωνίζει:

«-Καπετάν Αλέκο κάτσαμε;» (ναυτική έκφραση του προσαράξαμε;)
Το καράβι είχε ισορροπήσει και σχεδόν δεν κουνιόταν. Πίσω από κείνο το κύμα, πίσω από κείνη την ανηφόρα ήταν η γαλήνη. Μια γαλήνη που ο Κύριος έχει ετοιμάσει για όλους εκείνους που σε κάποια στιγμή της ζωής τους γονατίζουν ειλικρινά μπροστά Του ζητώντας Του συγγνώμη για την εν γένει ζωή τους. Μια γαλήνη που την υποσχέθηκε στην γονατιστή συντροφιά του σαλονιού την παραμονή της αναχώρησης πριν αρχίσει και τούτο το ταξίδι.

«-Ναι», απάντησα στον τρομαγμένο τιμονιέρη. «Κάτσαμε στον Βράχο των αιώνων, στην μικρή εκείνη ανεκτίμητη πέτρα που πριν 2000 χρόνια έπεσε από τον ουρανό μέσα σε μια σπηλιά της Βηθλεέμ και έγινε όρος μέγα που σκέπασε όλη την Γη και που αυτή την ώρα έγινε λιμενοβραχίονας και μας αγκαλιάζει. (Δανιήλ 2ο κεφ.)

Δεν κατάλαβε γι’ αυτό και συνέχισα.

«-Ο Χριστός είναι Εκείνος που διατάζει τους ανέμους και τα κύματα να σωπάσουν ακόμη και σε στιγμές που η ολιγοπιστία μας αμφιβάλλει και ανοιγοκλείνουμε τα έκπληκτα μάτια μας και τινάζουμε το κεφάλι μας δεξιά και αριστερά για να βεβαιωθούμε για το τόσο φυσικό για Κείνον αλλά και τόσο απίστευτο για μας.»

Ο Χριστός είναι Εκείνος που άφησε τα μεγαλεία και τις δόξες του ουρανού και μπαρκάρισε σε τούτο το ταλαίπωρο πλανήτη με ένα σκοπό ακόμη πιο απίστευτο σε μας. Ήλθε για να μας γλιτώσει από τα βάσανα τούτης της ζωής και από τον αιώνιο χαμό. Ήλθε για να μας βγάλει από την άβυσσο της άγνοιας και να περιφράξει το χείλος του γκρεμού στον οποίο κατρακυλάει το καράβι του κόσμου.

Τις παλαιότερες εποχές στις μεγάλες φουρτούνες τα καράβια έχυναν λάδι στη μανιασμένη θάλασσα για να ηρεμήσει κάπως και να σωθούν. Ο Ιησούς Χριστός όμως έκανε κάτι άλλο ασύλληπτο για να μας σώσει από την κατρακύλα προς την άβυσσο του αιώνιου χαμού. Ανέβηκε στον Γολγοθά κρατώντας τον Σταυρό του μαρτυρίου Του και κει διαβολικοί άνθρωποι τον σταύρωσαν.

Όμως εκείνες οι πληγές έγιναν ποτάμια ελέους που γαλήνεψαν και έσωσαν και σώζουν εκατομμύρια πολύτιμες ψυχές ανά τους αιώνας από τις φουρτούνες αυτής της ζωής. Είναι αυτές οι πληγές που γιάτρεψαν και γιατρεύουν κάθε ειλικρινή άνθρωπο που καταφεύγει με πίστη στον Γολγοθά. Είναι η τρυπημένη πλευρά Του που αναβλύζει συνεχώς αίμα και νερό, αγάπη και έλεος.

Πώς θα ξεφύγουμε αν αμελήσουμε τόση μεγάλη σωτηρία; Πως;

Αρχή της σελίδας Αρχή της σελίδας dadaos@epean.org

Αρχική σελίδα Home