ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ «ΚΛΟΝΙΣΤΗΚΑΝ» ΤΑ ΠΟΔΙΑ.…..



«Δεν θέλει αφήσει να κλονισθή ο πους σου ουδέ θέλει νυστάξει ο φυλάττων σε». (Ψαλμός 121:3)

Ανθυποπλοίαρχος στο καράβι χωρίς τα τυπικά προσόντα, δηλ. χωρίς δίπλωμα σημαίνει αξιωματικό που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα. Είναι ο ευαίσθητος κρίκος ανάμεσα στην επιθυμία του Καπετάνιου να του δίνει εργασίες εκτός των καθηκόντων του αφ ενός, και στη δυσαρέσκεια του κατωτέρου πληρώματος αφ ετέρου, που θεωρεί ότι με αυτό τον τρόπο, στερούνται οι ίδιοι από πιθανή έξτρα αμοιβή. Ένας τρίτος λόγος είναι ο εγωισμός του ίδιου, που θίγεται και εκλαμβάνει πάρα πολλά πράγματα σαν ειρωνείες εναντίον του, έστω και αν δεν είναι τέτοιες. Εν τούτοις το γόητρο, η μισθολογική διαφορά, καθώς και το πρόωρο της επιτυχίας είναι τέτοια, που ποτέ κανείς Δόκιμος δεν αρνείται να μπαρκάρει Ανθυποπλοίαρχος, ελπίζοντας πάντα ότι θα βρει καλούς ανθρώπους στο καράβι.

Έτσι, ούτε και εγώ αρνήθηκα όταν στην Ν. Υόρκη, μου προσφέρθηκε μια τέτοια θέση, καίτοι δεν είχα πάρει ακόμη το αντίστοιχο δίπλωμα. Μάλιστα στην περίπτωσή μου υπήρχαν και πρόσθετοι ειδικοί λόγοι. Ευτυχώς ο Πλοίαρχος ήταν καλός και δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα από αυτή τη πλευρά. Ήλθε όμως κάποια στιγμή που μου μένει αξέχαστη και που μόνο με την βοήθεια του Θεού τα κατάφερα:

Κάποτε μας είχε καεί η λυχνία ναυσιπλοΐας του «αλμπουρέτου», (μιας λεπτής προέκτασης του κυρίως ιστού στερεωμένης στην κορυφή του). Το σημείο αυτό είναι το πιο δυσπρόσιτο του πλοίου. Το να ανεβεί κανείς στα τελευταία σκαλοπάτια του, και κει πάνω να κρατιέται με το ένα του χέρι και να προσπαθεί στα τυφλά με το άλλο να ξεβιδώσει το οξειδωμένο καπάκι του φαναριού που βρίσκεται πιο ψηλά από το κεφάλι του είναι σχεδόν αδύνατο. Ακόμη και στην περίπτωση που θα το επιτύχει πρέπει να προσπαθήσει να βάλει το χέρι του μέσα στο φανάρι από το επάνω του μέρος, να αλλάξει λυχνία και να βιδώσει πάλι το καπάκι του φαναριού που εν τω μεταξύ πρέπει να το κρατά με το χέρι που και ίδιος θα κρατιέται αφού δεν υπάρχει τρόπος να το ακουμπήσει κάπου. Αυτό είναι καθαρά παραλογισμός.

Ο Καπετάνιος όμως θεώρησε την αντικατάσταση απολύτως αναγκαία και έδωσε στον Υποπλοίαρχο την σχετική εντολή. Εκείνος του εξήγησε τις δυσκολίες και τον κίνδυνο του εγχειρήματος αλλά ο πρώτος είχε πάρει το πράγμα εγωιστικά. Κατόπιν τούτου ο Υποπλοίαρχος έδωσε την εντολή στον λοστρόμο, ο οποίος πολύ λογικά σκεπτόμενος απάντησε: «Αυτές οι δουλειές γίνονται στο λιμάνι και με γερανό ξηράς. Εγώ τα παιδιά μου δεν τα αφήνω ορφανά ούτε και φυλακή πηγαίνω. Εξ άλλου η νομοθεσία απαγορεύει τέτοιες εργασίες εν πλω». Δεν ανέβαινε ο ίδιος ούτε και έστελνε κάποιον ναύτη στο ψηλότερο εκείνο σημείο του καταρτιού.

Ύστερα από αυτά και για να μην φανεί ηττημένος, ο Καπετάνιος απευθύνθηκε στον Ανθυποπλοίαρχο της βάρδιας 12-4 ο οποίος είναι πάντα ο πιο έμπειρος από τους δυο Ανθυποπλοίαρχους του καραβιού. Ήταν συντοπίτης του. Αυτός ήταν πονηρός και διέδιδε από πριν ότι έπασχε από ιλίγγους. Προφασίστηκε λοιπόν αρρώστια και την ηλικία του, αν και δεν ήταν περισσότερο από 35 ετών, υποδεικνύων έμμεσα έμένα.

Καταλάβαινα ότι δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής μου αν τελικά ο Καπετάνιος απευθυνόταν και σε μένα. Και πράγματι έτσι έγινε. Καπετάν Αλέκο μου λέει, η λάμπα πρέπει να αντικατασταθεί. Εγώ δεν μιλούσα. Εκείνος συνέχισε. Καθώς βλέπεις δεν υπάρχει κανένας σωστός ναυτικός στο καράβι. Εσύ τι θα κάνεις; Μπορείς να την αλλάξεις;

«Θα προσπαθήσω, αλλά φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρω γιατί εκεί επάνω θα είναι απολιθωμένα τα πάντα και με το ένα χέρι και χωρίς τα κατάλληλα εργαλεία δεν είναι εύκολο». Το ήξερα, απάντησε ότι είσαι ο πιο σωστός ναυτίλος από όλους. Αυτό το είπε μάλλον για να μειώσει τους άλλους, αλλά μέσα μου το εισέπραξα σαν ειρωνεία επειδή ήξερα ότι υπήρχαν έμπειροι ναυτικοί στο καράβι. Έβαλα την καινούρια λάμπα στην τσέπη μου, πέρασα από την καμπίνα μου για μια σύντομη προσευχή, και κατέβηκα με βαριά καρδιά στο κατάστρωμα. Άρχισα να ανεβαίνω την πρώτη σκάλα του κύριου καταρτιού. Αυτή ήταν εύκολη. Σαν ναύτης είχα βάψει αντίστοιχες άλλων καραβιών. Ψηλότερα όμως δεν μας έβγαζαν για τον φόβο του ατυχήματος.

Μετά άρχισα να ανεβαίνω και την σκάλα του λεπτού αλμπουρέτου ελέγχοντας ένα-ένα τα σκουριασμένα σκαλοπάτια από φόβο μήπως και ξεκολλήσει κάποιο, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω ζωντανός. Κάτι τέτοιες ώρες βάζουμε τα δυνατά μας από ανθρώπινη πλευρά και τα υπόλοιπα τα αφήνουμε στα χέρια του Κυρίου μας. Τελικά ανέβηκα όσο πιο κοντά μπορούσα και αγκάλιασα με το ένα χέρι το αλμπουρέτο και με το άλλο με χίλιες προσπάθειες κατάφερα να ξεβιδώσω το καπάκι.

Με πιο μεγάλη προσπάθεια στα τυφλά πάντα άλλαξα την καμένη λάμπα. Δεν τολμούσα να κοιτάξω πουθενά αλλού εκτός από το φανάρι. Είχα την αίσθηση ότι ο Κύριος ήταν δίπλα μου και προσπαθούσα να κάνω το δικό μου μέρος όσο πιο προσεκτικά μπορούσα. Ο κυματισμός ήταν λίγος αλλά κάθε φορά που χτυπούσε το καράβι σε κύμα, το αλμπουρέτο τρανταζόταν και κυμάτιζε σαν να ήθελε να με τινάξει από πάνω του. Άρχισα να κατεβαίνω με τα μάτια πάντα κολλημένα στο σκαλοπάτι που ήταν μπροστά μου και πουθενά αλλού. Κάθε σκαλοπάτι που κατέβαινα αισθανόμουν ότι με έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στη ζωή.

Όταν πια κατέβηκα και το τελευταίο ευχαρίστησα το Θεό που ήμουν ζωντανός. Άρχισα να περπατώ στο κατάστρωμα αισθανόμενος ότι επέστρεφα από την πιο επικίνδυνη αποστολή που είχε ποτέ αναλάβει άνθρωπος. Και τότε συνέβη κάτι που δεν το περίμενα. Τα γόνατά μου ήταν σαν να είχαν ελατήρια στις κλειδώσεις τους. Μόλις σηκωνόταν το πόδι για το συνηθισμένο μας περπάτημα, λύγιζε απότομα, λες και υπήρχε ελατήριο στο γόνατο. Ζήτησα και πάλι τη βοήθεια του Θεού. Ποτέ δεν μου είχε συμβεί τέτοιο πράγμα. Ήταν και θέμα γοήτρου, να μην σωριαστώ κάτω.

Πέρασα ξανά από την καμπίνα μου για δυο λόγια ευχαριστίας. Ένα τρίτο πρόβλημα μου παρουσιάστηκε. Η φωνή μου ήταν αλλοιωμένη. Τρίτη φορά τώρα ζήτησα την βοήθειά του Κυρίου μας για να μην με ειρωνευτούν όταν θα ανέβαινα στη Γέφυρα με σπασμένη φωνή. Άμεση η απάντησή Του. Στην Γέφυρα με περίμεναν όλοι όσοι με παρακολουθούσαν. Έκανα τον αδιάφορο σαν να επρόκειτο για κάτι το εντελώς ασήμαντο, από μέσα μου όμως ευχόμουν να ανάψει κανονικά η λάμπα για να μην υπάρξει συνέχεια. Ήδη την είχαν δοκιμάσει και άναβε κανονικά.

Αυτό ήταν πραγματικά μια κουτουράδα του Καπετάνιου που έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή ενός ανθρώπου χωρίς να υπάρχει τόσο σοβαρός λόγος. Ο εγωισμός μπορεί να φέρει πολλά κακά ανεπανόρθωτα. Είναι μια πληγή που μόνο ο Θεός μπορεί να γιατρέψει. Και ο μεν εγωισμός του Καπετάνιου ικανοποιήθηκε αλλά και ο δικός μου είναι αλήθεια ότι πολύ χαϊδεύτηκε μετά, άσχετα αν εγώ τον καρπώθηκα στα μάτια των άλλων σαν επαγγελματική μου αξιοσύνη, ή σαν…ανοησία.

Μέσα μου ξέρω πολύ καλά ότι θα προτιμούσα χίλιες φορές να μην είχα περάσει αυτή τη δοκιμασία και ότι μόνο με την βοήθεια του Κυρίου μου τα κατάφερα. Αυτή είναι η αλήθεια. Τώρα μετά από τόσα χρόνια το ξέρω πολύ καλά πως πάντα σε όλη μου την διαδρομή ήταν Εκείνος δίπλα μου. Δίπλα μου ακόμη και σε παράτολμες και εγωιστικές, και λανθασμένες δικές μου ενέργειες.

Πόσο διαφορετικός είναι ο τρόπος με τον οποίον ο Κύριος, μας μεταχειρίζεται, μας παρακολουθεί και μας προστατεύει. Όταν εμείς δεν είχαμε κανένα προσόν τυπικό, ή ουσιαστικό και το διαστημόπλοιο μας Γη ολοσκότεινο πνευματικά και χωρίς να ανάβει καμιά «λυχνία πνευματικής ναυσιπλοΐας» κυκλοφορούσε ανάμεσα στις φοβερές φωτιές του Διαστήματος, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να συγκρουσθεί και να κατακαεί, άπλωνε ο Ίδιος το χέρι Του και απομάκρυνε τους κινδύνους.

Όταν ο Πονηρός με τις προτροπές του κόσμου, μας ανέβασε στα επικίνδυνα εκείνα σημεία της αμαρτίας, ή μας κατέβασε αλυσοδεμένους στα σκοτεινά της κάτεργα, δεν είχαμε καμιά άλλη ελπίδα διαφυγής και σωτηρίας εκτός από τον Κύριο. Εκείνος ανέλαβε να μας κατεβάσει ως «αετός επί των πτερύγων αυτού», ή να μας ανεβάσει ελεύθερους στη σιγουριά του καταστρώματος του πλοίου της Σωτηρίας, όπως κάποτε έσωσε τον φοβισμένο Πέτρο στην τρικυμισμένη Γενησαρέτ πιάνοντάς τον από το χέρι. Και μας έσωσε όχι τείνοντας απλά το χέρι Του, αλλά ανεβαίνοντας ο Ίδιος στον επαίσχυντο Σταυρό. Εκεί επάνω άπλωσε και τα δυο Του χέρια για να μας κατεβάσει από τα επικίνδυνα ύψη της αμαρτίας και να μας οδηγήσει στην σιγουριά της αιώνιας ζωής.

Τώρα καμιά φορά λυγίζουν τα γόνατα και σπάζει η φωνή μας καθώς περπατάμε ακόμη σε τούτη τη ζωή αλλά ξέρουμε πια το μάθημά μας: Γονατίζουμε νοερά κάτω από τον σταυρό Του. Είναι πιστός και έτοιμος να μας στηρίξει. Και πόσες φορές δεν το έχει κάνει! «Δεν θέλει αφήσει να κλονισθή ο πους σου ουδέ θέλει νυστάξει ο φυλάττων σε». (Ψαλμός 121:3) Είναι ο Πιστός Καθοδηγητής μας που παρακολουθεί τα ανεβοκατεβάσματα της ζωής μας και μας προσέχει και μας συνεφέρνει και φέρνει το τιμόνι στα ίσια του, πότε με το καλό και πότε με την δοκιμασία. Δοξασμένο το όνομά Του. Ναι! Ταξιδεύοντας μέσα στην χάρη Του θα τα καταφέρουμε, θα φτάσουμε στον «επιθυμητό λιμένα». Είμαστε η περιουσία Του που την απέκτησε πληρώνοντας με το ίδιο Του το Αίμα. Πολύ ακριβό το τίμημα για να χάσει, μια τέτοια περιουσία, ή να την παραδώσει στον μεγάλο εχθρό που δεν δίστασε να πειράξει και τον Ίδιο. «Δεν θα σε αφήσω και δεν θα σε εγκαταλείψω». (Ιησούς Ναυή 1:5) Αμετάκλητη υπόσχεση για τον κάθε πιστό Του. Τον ευχαριστούμε.

Τούτη τη περιγραφή μιας πέρα για πέρα αληθινής εμπειρίας μου την καταγράφω με ανακούφιση, διότι τότε δεν τόλμησα να ομολογήσω μπροστά σε όλους ότι Εκείνος που με βοήθησε ήταν ο Κύριός μου. Εγωισμός; Ατολμία; Φόβος μήπως και με χλευάσουν αυτοί που τότε φοβήθηκαν; Εσύ Κύριε το ξέρεις. Εγώ απλά Σου ζητώ Συγνώμη.

Αλέξανδρος Δαδάος
Αρχή της σελίδας Αρχή της σελίδας dadaos@epean.org

Αρχική σελίδα Home