Στην «ουρά» της Εθνικής

Στις 07.30 το πρωί βρέθηκα έξω από την Εθνική Τράπεζα στην Ηλιούπολη. Είπα να πάω νωρίτερα λόγω των ημερών και της πολυκοσμίας που θα συνέρρεε. Θα καθόμουν στο αυτοκίνητο και μόλις θα έβλεπα τον πρώτο να στήνεται έξω από την πόρτα, θα στηνόμουν κι εγώ πίσω του. Έκανα όμως λάθος. Περνώντας έξω από την Τράπεζα ήταν μια ολόκληρη σειρά.

Βρήκα εκεί κοντά παρκινγκ κι έτρεξα.
«-Ποιος είναι ο τελευταίος» ρώτησα, και στήθηκα πίσω του.
Μπροστά μου δύο θέσεις, ένας ευτραφής ζωηρός πολυλογάς γύρω στα 70 του δημηγορούσε:

«-Ανάλογα με την παράβαση έλεγε, έπεφτε και η τιμωρία. Αν ήταν μικρή έσκαβε στα χωράφια, αν μεγαλύτερη, στα χιόνια, αν πιο βαριά, έσκαβε στους πάγους, εδώ τους κλείνουν στην φυλακή και τους ταΐζουν κι από πάνω, με δικά μου χρήματα.»

Και συνέχιζε κοιτάζοντας τον ένα και τον άλλο που έμειναν σιωπηλοί.
«-Τι δουλειά έκανες εσύ», ρώτησε το αμέσως επόμενό του γεροντάκι.
«-Καφετζής», απάντησε ο άλλος.
«-Κλέφτης είσαι και συ.»
Το γεροντάκι γέλασε αμήχανα.
«-Εγώ έβοσκα πρόβατα, 500 πρόβατα έβαζα μπροστά και όταν ο έμπορος ερχόταν να πάρει το γάλα, έριχνα μέσα του αλάτι, το αυγό επέπλεε και δεν καταλάβαινε πως το είχα αυγατίσει με νερό.»

Σε τούτο το σημείο γέλασα. Τι ήταν να το κάνω.
«-Σε βλέπω για μορφωμένο», μου είπε, «καλά δεν λέω;»
Γύρισαν μερικοί προς το μέρος μου και αισθάνθηκα άσχημα.
«-Ναυτικός είμαι», του είπα, «αλλά μην μας ανακατώνεις με τέτοια. Τώρα έχουμε σοβαρά προβλήματα, πρέπει να αποκαταστήσουμε τους ομοφυλόφιλους.»

Γέλασαν μερικοί και άρχισαν τα σχόλια μέχρι τις οχτώ και ένα, οπότε άνοιξε η Τράπεζα. Το υπ’ αρθ. 19 χαρτάκι μου, έγραφε 5 λεπτά αναμονή, αλλά ύστερα από μισή ώρα ήλθε η σειρά μου.
«-420» είπα στον υπάλληλο, ένα εξαιρετικά ευγενή νεαρό παραδίδοντάς του βιβλιάριο και ταυτότητα.
«-Η σύνταξή μου», του είπα «κατατίθεται σε άλλη Τράπεζα που έχω κάρτα. Μπορώ να πάρω αυτά που βρίσκονται εδώ και να τα στείλω σε εκείνη για να μην στήνομαι στην σειρά;»
Κοίταξε το βιβλιάριο.
«-Μέχρι 700, εδώ έχετε 1.700. Τα έξοδα για τα 700 είναι 20 ευρώ.»
«-Αφήστε τα» είπα, «θα στήνομαι στην σειρά.»
Έβαλα τα 420 στη μέσα τσέπη του σακακιού μου, τράβηξα το φερμουάρ της, και σαν κλέφτης βγήκα δήθεν αδιάφορος από την Τράπεζα, προσέχοντας όμως και την σκιά μου, για τον φόβο του πορτοφολά.
Προπαραμονή Χριστουγέννων, και στο μυαλό μου πρωί, πρωί τέσσερα πράγματα σφηνώθηκαν. Οι κλεψιές του τσοπάνη, τα «πάθη ατιμίας» των ομοφυλόφιλων, η απαγόρευση να εισπράξω, ή έστω και να μετακινήσω τους εναπομείναντες κόπους της ζωής μου, και ο φόβος του πορτοφολά.

«Όλη η Υφήλιος γιορτάζει την γέννηση του Χριστού, του Άρχοντα της ειρήνης, κι εγώ που σε λίγες μέρες μπαίνω στα 78, εξακολουθώ να θαλασσοδέρνομαι σε τούτα τα τελευταία κύματα της ζωής μου», σκέφτηκα.
Μόλις όμως ήλθαν στο μυαλό μου κύματα, θυμήθηκα τα πνιγμένα παιδάκια των μεταναστών.
«Συγχώρησέ με Θεέ μου είπα», και μπήκα στο αυτοκίνητο. Άνοιξα την Καινή Διαθήκη και διάβασα:

«Παύλος δούλος του Ιησού Χριστού….
Δεν αισχύνομαι το ευαγγέλιό Του…
διότι η οργή του Θεού αποκαλύπτεται σε κάθε ασέβεια και αδικία,…
διότι αν και μέσα από την Δημιουργία φαίνεται η δύναμη και η θεϊκή Του ιδιότητα, δεν Τον δόξασαν, ούτε Τον ευχαρίστησαν, αλλά χαθήκανε μέσα στις σκέψεις τους, και σκοτείνιασε η ασύνετη καρδιά τους.
Λέγοντες πως είναι σοφοί, μωραθήκανε και άλλαξαν την δόξα του άφθαρτου Θεού, σε ομοίωμα εικόνος φθαρτού ανθρώπου, και τετραπόδων και ερπετών.
Γι αυτό τους παρέδωσε ο Θεός στις βρωμερές επιθυμίες τους και τους άφησε να ατιμάζουν μόνοι τους τα σώματά τους.
Στη θέση της αλήθειας του Θεού έβαλαν το ψέμα, και σεβάστηκαν και λάτρευσαν την κτίση, αντί για τον Κτίστη…
Γι αυτό το λόγο λοιπόν τους παρέδωσε ο Θεός σε επαίσχυντα πάθη:
Οι γυναίκες αντικατέστησαν τις φυσικές σχέσεις, με αφύσικες.
Το ίδιο και οι άντρες, άφησαν την φυσική σχέση με την γυναίκα και φλογίστηκαν με σφοδρό πάθος, ο ένας για τον άλλον, διαπράττοντας ασχήμιες αρσενικοί με αρσενικούς, και πληρώνοντας έτσι με το ίδιο τους το σώμα το τίμημα που ταίριαζε στην πλάνη τους.
Και αφού το θεώρησαν περιττό να γνωρίσουν τον Θεό ενσυνείδητα, τους παρέδωσε ο Θεός στην μωρία τους, κι έτσι κάνουν ανάρμοστα πράγματα.
Είναι γεμάτοι από κάθε λογής αδικία, πορνεία, πονηρία, πλεονεξία, κακία.
Είναι γεμάτοι φθόνο, φόνο, φιλονικία, απάτη και κακοήθεια.
Κακολογούν και κατηγορούν ο ένας τον άλλον, μισούν τον Θεό, είναι κακοποιοί, υπερήφανοι, αλαζόνες, σκέφτονται μόνον πως θα βλάψουν τους άλλους, είναι ανυπάκουοι στους γονείς τους.
Άνθρωποι χωρίς σύνεση, δεν κρατούν τον λόγο τους, δεν έχουν στοργή, διαλλακτικότητα και έλεος.
Και ενώ γνωρίζουν καλά την θεϊκή προειδοποίηση, πως όσοι συμπεριφέρονται έτσι είναι καταδικασμένοι σε αιώνιο θάνατο, όχι μόνον κάνουν όσα αναφέραμε, αλλά και επιδοκιμάζουν όσους βλέπουν να συμπεριφέρονται έτσι»
(Ρωμ. 1ο κεφ).

Η υπογραφή στο πλάγιο κείμενο είναι του «Παύλου, που τον κάλεσε ο Θεός να γίνει απόστολος, και τον ξεχώρισε να διαδώσει το ευαγγέλιο».
Αυτά γράφονται στο βιβλίο «σύνταγμα» της Χριστιανικής μας πίστης.
Δεν λιθοβολούμε τις δυστυχισμένες εκείνες υπάρξεις που είναι θύματα και δούλοι των επαίσχυντων παθών, στο τρύπιο «φουσκωτό» ενός κόσμου που θαλασσοπνίγεται, απλώς τα επισημαίνουμε, ιδιαίτερα σε όλους εκείνους που δεν είναι μεν θύματα, αλλά επιδοκιμάζουν τέτοιες συμπεριφορές.

Σε τελική ανάλυση αυτοί οι τελευταίοι είναι που αντί να μπαλώσουν, ρίχνουν τις πιο βαθιές «χαριστικές» μαχαιριές στο «φουσκωτό». Μόνο μία λύση υπάρχει:
Δάκρυ μετάνοιας κι ευγνωμοσύνης μπροστά στην φάτνη. Τίποτα άλλο.
Αρχή της σελίδας Αρχή της σελίδας dadaos@epean.org

Αρχική σελίδα Home