ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

«ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΤ’ ΑΣΤΡΑ»

ΑΘΗΝΑΙ 1972


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Χωρίς τίτλο
2. Δεν έχω τίποτα
3. Προμηθέας
4. Πρόσκληση
5. Λονδίνο
6. Ψυχή μου
7. Πένθιμο
8. Επιστροφή
9. Αναζήτηση
10. Ενας Φαραώ
11. Βιβλίον Πρόχειρον
12. Φωνές
13. Εικόνα
14. Άρον, Άρον
15. Αιγαίο
16. Μονεμβασία
17. Το σπίτι μας
18. Πές μου
19. Ύμνον τη ταφή σου
20. Rotterdam
21. Όρθρος Α΄
22. Όρθρος Β΄
23. Όρθρος Γ΄
24. Ελένη
25. Γιαλός


 

Με υπομονή μαστόρεψα μιά δικιά μου τρόϊκα
Φύση – Πατρίδα – Αγάπη
που με φέρνει όλο και πιό σιμά σε κάποια λύτρωση
Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο
Φτιάχνω και κουβαλώ μέσα μου ό,τι ωραίο υπάρχει
Εργάτης στο στρατί
συλλέγω υλικά και χτίζω τη ψυχή μου.

* * *


Δ Ε Ν   Ε Χ Ω   Τ Ι Π Ο Τ Α

 

Σήμερα γύρεψα τον ήλιο
και τα μάτια των μικρών παιδιών
όταν χωρίστηκαν σε βόρειους και νότιους
γιά να μοιράσουνε το δίκιο των νικημένων.

Τέλειωνε το καλοκαίρι
μέσα στους ίσκιους των κέδρων
κι ο έρωτας έπαιζε ακόμη
απ’ τη ματιά του εφήβου
ως το αντικρυνό παράθυρο.

Σήμερα γύρεψα τον ήλιο
μεσ’στη βουή της κουρασμένης μέλισσας
στο χλιμίντρισμα τ’ αλόγων
πέρα στη γη που διψάει γιά βροχή.

Δεν είναι οι θρύλοι για το μοναστήρι
ούτε για το μεγάλο σεισμό που χώρισε το Λαφονήσι
απ’ την απέναντι στεριά,
δεν είναι η αχτίδα που γέννησε
το πρώτο μου περπάτημα
μεσ’ στους τρυγητούς, στις λυγαριές και στ’ ακρωτήρια,
δεν είναι το « μνήσθητί μου Κύριε »
και τα προφητικά λόγια του γερο παπά
μεσ’ στις αποσκευές μου.

Δεν έχω τίποτα πιά,
το μόνο που κρατώ σφιχτά
είναι ο χαμός μου
καθώς το καράβι μ’ έπαιρνε μακρυά
γιά τη χώρα των Λωτοφάγων.

* * *


Π Ρ Ο Μ Η Θ Ε Α Σ

«... Και εύρον αυτόν εγκαλούμενον περί ζητημάτων του νόμου αυτών,
μη έχοντα όμως μηδέν έγκλημα άξιον θανάτου ή δεσμών ...»
Πράξεις Αποστόλων, Κεφ. κγ΄29

Τέτοιες ώρες
που τα στοιχειά της φύσης
με λύσσα δέρνουν τα πλατάνια
και τα ηφαίστεια φτύνουν λάβα
στα έργα του ανθρώπου, κάποιος
μέσ’ στα σκοτάδια του κόσμου και του νου
γεννάει μιά ιδέα.

Τέτοιες ώρες
που οι θύελλες τρώνε τις ζούγκλες
και τα φτερωτά θηρία στερεύουν τις πηγές
γιά να μη σβύνονται τ’ αστροπελέκια
που ταπείνωναν τη λάμψη της ελπίδας,
κάποιος κλέβει το φως
γιά έναν άλλο Θεό που κάτω στις πεδιάδες
γεννήθηκε τυφλός.

Τέτοιες ώρες
πάνω στα καρφιά των βράχων
που γέννησαν το σπέρμα του Γολγοθά,
ήρθαν για τελευταία φορά τα όρνεα
ν’ αρπάξουν με πηγάδια στόματα
ό,τι απόμεινε απ’ τις ματωμένες σάρκες
και το πικρό χαμόγελο του Δεσμώτη.

Θυμάμαι καλά σαν πρωτοείδα τον ήλιο,
ήταν η μέρα που άνθιζε το πρώτο πετρολούλουδο
για να δώσει κουράγιο στη παρθένα ευθύνη μου,
ήταν η στιγμή που Εκείνος έδινε
το τελευταίο του φως στο ζητιάνο δαυλό μου.

* * *


Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

 

Σαν θυμηθείς την εκκλησιά
και μια χαδιάρα σιγαλιά
εκεί στην αυλή του κάβου,
τους άσπρους γλάρους της αυγής
και τις φωνές της θειάς Μαρής
στο έρημο ραξοβόλι.

Τη βάρκα του μικρου παιδιού
κείνη την άσπρη φορεσιά
το βούϊσμα τ’ αγέρα ...

Σαν σκεφθείς το σκύλο που γαύγιζε τα καράβια,
το κύμα που κορόϊδευε την αναπνοή σου,
τις φωτιές που αντίφεγγαν στα μάτια σου,
τον ήλιο που κοιμόταν στην αγκαλιά σου.

Σαν στοχαστείς τη βορεινή σπηλιά
την άμμο της Αμμίτσας,
το ματωμένο αστέρι μας
που γέρνει πρός τη δύση,
σαν θυμηθείς τον ουρανό
στην άκρη του πελάγου∙

Τότε έλα ξανά. Έλα
και στην αυλή του κάβου
έχουμε πάντα καλοκαίρι.

* * *


Λ Ο Ν Δ Ι Ν Ο

 

Μόλις δυό σπιθαμές ομίχλης
ενώνουν το χέρι μας με το φως
και μια γέφυρα σακατεμένης πολιτείας
τη σκέψη μας με τους στίχους του Κίπλινγκ.

Όλη τη νύχτα δεν μας άφησε ο Τάμεσης
να δούμε τα πρόσωπά μας,
σέρνουμε τα βήματά μας προς το μέρος της ιστορίας,
περπατάμε στο μεγάλο βιβλίο του νησιού
χωρίς να βρούμε μιά σελίδα προσανατολισμού
για τα ίχνη του Σαίξπηρ.

Πολιτεία της παράδοσης
φοβάσαι τους ανθρώπους στο σκοτάδι
καθώς σήκωσαν λάβαρο τα λόγια του Δαρβίνου
και περπατούν την ανάσα σου
μεσ’ στούς καπνούς των ναρκωτικών.

Δεν γελάμε για να μη κάνουμε ρυτίδες,
δεν κλαίμε γιατί μας χρειάζονται εφεδρείες, όμως
Gentlemen
τουλάχιστο όσοι είμαστε εδώ
μπορούμε από τώρα να πηδήξουμε
πάνω στα δέντρα του Χάϋντ Παρκ
για να μοιράσουμε τη γη με τους πιθήκους.

* * *


Ψ Υ Χ Η   Μ Ο Υ

 

Συλλέγω τον αχνό απ’ τη κουρασή σου
Μ’ ένα σεντόνι γαλάζιο ουρανό
Σε δίσκο μεσόγειου ήλιου
Σου φέρνω όλα τα ρούχα
Που ντύθηκες μιά ολόκληρη εποχή
Για να αρέσεις στο περιβάλλο σου.

Αιχμαλωτίζω το τραίνο που σε ταξίδεψε
Τις βορεινές πολιτείες που σε ξεμυάλισαν
Μέσα σ’ ένα σακί μ’ ομίχλη,
Καλώ τη θάλασσα που σε λάτρεψε
Τις βάρκες με τα χοντρά σχοινιά
Το Θεό που σε μαστόρεψε
Να κρίνει αν έπιασε τόπο
Η πορεία σου στα μαύρα δάση.

Άϋλη
Που τις αυγές ξενοκοίτιαζες
Στις στέγες των περιστεριών
Τα έργα σου βροντοφωνάζω στο ζέφυρο
Και αναπαύομαι στις αμαρτίες σου.

Μυριάδες φορές μού κρύφτηκες
Στα δάχτυλα του φτωχού ζητιάνου
Στα χείλη του μικρού παιδιού
Την ώρα που έγλυφε μιά καραμέλλα
Και άνοιγε τριαντάφυλλο το χαμόγελο της γης.

Για δες με
Ντελάλης στις πλούσιες αγορές
Με γεμάτα χέρια τρέχω
Τα παλιά σου όνειρα διαλαλώ
Μαζεύοντας νέους καϋμούς γιά να δειπνήσεις,
Δυνάστη ψυχή μου
Που ποτέ μου δεν σ’ έμαθα.

* * *


Π Ε Ν Θ Ι Μ Ο

 

Σύμπτωση που γεννήθηκε άνδρας
Προνόμιο που διατηρήθηκε άνδρας
Ευλογημένη η κοιλιά της μάννας του
Είταν καλό παιδί.

Ο ήλιος που γέμιζε την αγκαλιά μας
Και σύντομα χάθηκε σε μακρυνό ταξίδι
Μ’ ένα μπουκέττο Απρίληδες στους ώμους
Είταν ωραίο παιδί κι’ όλο γελούσε

Ένας φίλος∙ ο φίλος μου !

* * *


Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ο Φ Η

 

Κόψε ένα πέπλο ουρανού
να ντύσεις νύφη τη ζωή μας,
ένα αχνάρι απ’ το βογγητό της ζέστης,
ένα σεριάνι απ’ την ανάσα μας.

Πάρε απ’ το ξάγναντο ακρογιάλι
κείνο το παιδικό ραξοβόλι μας,
ένα φτερό του κουρασμένου γλάρου,
τη θύμηση του καυτερού ήλιου.

Κλεψε μιά φέτα ασβέστη
απ’ την άσπρη εκκλησιά,
πάρε δυό βότσαλα της αμμουδιάς
να ροκανάμε τις αναμνήσεις μας
στις πεινασμένες νύχτες.

Μάζεψε αφρό απ’ το μελτέμι
για να με λούζεις το χειμώνα,
κλείσε τον Αύγουστο στα στήθεια
και το φεγγάρι στα μαλλιά.

Πάρε τον κρότο απ’ τα φιλιά μας
για ν’ απειλούμε τους εχθρούς
κι’ έλα να φύγουμε αγάπη
γιατί έρχεται Φθινόπωρο.

* * *


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

 

Το άγνωστο που δεν χόρταινε ποτέ
Στων χρόνων το μπαρκάρισμα
Μεσ’ στους ασάλευτους κορμούς του δάσους
Γέμιζε απ’ τη δικιάμας παρουσία.

Την ώρα που κοιμόντουσαν οι καϋμοί
Με γέλιο και κλάμα συντάξαμε
Το βολικό μας πάθος για μια γυναίκα
Και είπαμε: αύριο κάποιος άλλος θα πονά.

Άοπλοι πολεμήσαμε τις ερημιές
Που γύρω μας έκτιζαν σιωπή
Και κείνο το σύννεφο της μοίρας
Το φορτωμένο με βροντή κι’ αστροπελέκι.

Σε σπάρτα ηλιοτρόπια και κατιφέδες
Μ’ αξίνα τη γεύση από γαλήνη
Πυργώνουμε χρώματα για μιά ανθρώπινη χειρονομία.

Στα περιβόλια της ελπίδας
Εξαντλημένοι συνεχίζουμε να ψάχνουμε
Δεν έχουμε άλλες προθεσμίες.

* * *


ΕΝΑΣ ΦΑΡΑΩ

"Sag mir, Atum,
wie lange werde ich leben?"
"Dir ist bestimmt, Millionen
und aber Millionen Jahre zu leben."

 

Κείνα τα παλάτια της Κάρνακ και της Αμπούλ Σιμπελ
Δεν μ’ άφησαν να κλείσω μάτι
Καθώς έλαμπαν μεσ’ στο καθρέφτη του Νείλου
Ετσι σαν κυλούσε ήρεμα τα νερά του
Μεσ’ στη καυτή άμμο της ανατολικής ερήμου.

Μιά τέτοια νύχτα μεσ’ στα φοινικόδεντρα
Το ανήσυχο πνεύμα του Αμμόν
Έκθαμβο και ευγνώμον γιά τους ναούς
Που του έκτισαν οι Φαραώ
Παράτησε γιά λίγο την επιστασία
Των πολέμων και χρυσορυχείων
Κι έτρεξε στο βασιλιά το γιό του Σέθου.

"Μεγάλε άρχοντα ο Θεός Αμμόν
Προβλέπει και για σένα αιώνια ζωή".

Τώρα στη σιωπή του Μουσείου βασιλεύει
Χωρίς δόντια και μαλλιά ο Φαραώ
Γιατί όταν οι απόγονοι κάπου τον βρήκαν
Δεν του απέδωσαν τις πρέπουσες τιμές
Και σκόρπισαν δόντια και μαλλιά στην έρημο
Γιατί τον νόμισαν γιά ψάρι,
Ποιόν;
Τον Ραμψή τον δεύτερο, τον Φαραώ τον Μέγα !

* * *


« ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ »

 

I

Στην ίσαλο των ματιών
Σβύνει ό,τι έδωσε χαρά και ό,τι πλήγωσε,
Στην ίσαλο της μνήμης
Πιστή η συνοδεύτρα πόρνη
Που κάποτε βαφτίσαμε θύμηση.

 

II

Από ναυάγιο κάποιου ονείρου
Κράτησε ξύλα γιά να ζεσταθείς
Γιατί αλλοίμονο σε σε που πίστεψες
Πως βρίσκεσα σε καλά χέρια
Και δεν εννοούσες τα δικά σου.
 

III

Η αμαρτία δεν φάνηκε σήμερα
Να πει μιά «καλησπέρα»
Απήργησαν οι κολασμένοι
Και μείναμε για λίγο αμόλυντοι.

 

IV

Απ’ τη στιγμή που σου κόλλησαν καρδιά
Μή ζητάς να μάθεις τα αίτια του πόνου.

 

V

Οδήγησε τη ζωή σου
Κατά το πρώτο ανηφόρι
Στο τέρμα ένας ήλιος
Πιστός σαν Άργος σε προσμαίνει.

* * *


ΦΩΝΕΣ

 

Διψασμένος απ’ την ανομβρία της Νεφέλης
Φοβισμένος απ’ τη ματιά της Μήδειας
Οργισμένος απ’ τη ντροπή του Μενελάου
Σέρνω τα βήματα στη στάχτη του καιρού
Στις συμπληγάδες πέτρες μου να φτάσω.

Απ’ την Ιωλκό ως τη Κολχίδα
Τα μέρη που δεν ταξίδεψα με κράζουν
Οι Τελχίνες, οι Ηλιάδες μου γνέφουν
Με μέταλλα και ξύλινα κοντάρια
Γιά να μπαρκάρω στα καράβια τους.

Ο Ιάσων και ο Πηλέας στα κατάρτια
Φίλοι παληοί που με φωνάζουν
Να τρυγήσουμε τον έρωτα στης Λήμνου τ’ ακρογιάλι
Να πιούμε κόκκινο κρασί με κούπα την Αργώ
Χορεύοντας στα κύματα που άρπαξαν τον Τίφυ
Να παίξουμε το θάνατο στη χώρα του Αιήτη.

Κινώ μα δεν μπορώ να φτάσω
Ούτε στην Ιάλυσσο ούτε στην Αλικαρνασσό
Λες και αρκεί η απόσταση
Απ’ το δεξί μου χέρι στο αριστερό
Γιά να χωρέσουν όλες οι φωτιές
Λες και φτάνουν δέκα πόδια γης
Για να εναποθέσω το πηλό της μοίρας μου.

* * *


EIKONA

 

Ο τζίτζικας που κελαϊδιστά
έδινε ρυθμό στα βήματα του ήλιου,
πήρε φωτιά και κάηκε
στο περασμένο καλοκαίρι.

Ο,τι βλέπω τα σπρώχνει στο χαμό
ο χρόνος,
ό,τι δεν βλέπω τα προετοιμάζει στη ζωή
η αγάπη.

Τούτο το γνώριμο τοπίο
που υπέφερε απ’ τη ζήλεια μας,
τούτος ο βράχος
που μετρά την ηλικία της γνωριμίας μας:
κάποτε θα χαθούν.

Πάνω στη στέγη μας
που σκόνταψαν οι άνεμοι του νότου
δυό βογγητά αιώνια θά μένουν,
η αγάπη γιά να γεννά
κι’ ο χρόνος γιά να θανατώνει.

Και τούτα τα δάχτυλα
που νύχτες ατέλειωτες ξεκούραζαν
το φλογισμένο σου πρόσωπο,
σε μακρινό λιμάνι θα σε περιμένουν.

* * *


ΑΡΟΝ, ΑΡΟΝ

 

Θεέ μου
πώς μπορείς και χωράς
μέσα σε τούτο τον άνθρωπο
που κάποτε στη μεγαλοσύνη σου βάφτισες τέκνο σου;
πως μπορείς και γεννάς καινούργιους βαρβάρους
όταν τα τείχη της Ιεριχούς βουλιάζουν απ’ το βάρος τους;

Εσύ
που πρώτος αρνήθηκες τη μοναξιά σου
κίνησε γιά τούτη τη πόλη,
έλα να ονομάσουμε την ερημιά μας «Αννόβερο»
κι’ απόψε να συντάξουμε απ’ αρχής
κείνη την ιστορία που μιλούσε γιά Ιεροσόλυμα.

Βρες τη δύναμη στρατηλάτη
να μπορείς να υπάρχεις ανάμεσά μας
και το κουράγιο να φορέσεις άλλη μιά φορά
τη κόκκινη χλαμύδα σου.

Οσο για τη προδοσία
να σε στείλουμε ξανά στο όρος των ελαιών
θα τη συνταιριάξουμε μόνοι μας,
ο Ιούδας μας δίδαξε καλά
οι Ρωμαίοι μας προσμένουν.

* * *


ΑΙΓΑΙΟ

 

«αν δεν είμουνα ΄Ελληνας θα καλλιεργούσα ήρωες στον κήπο μου»

Σχήμα φωτιάς στη θάλασσα
Αντρίκια παλάμη πάνω στη μνήμη
Γιά να χωρούν οι παραλίες του Ομήρου
Οι στεριές των βοσκών
Των κονταροφόρων με τα τράγινα πέδιλα
Των Ναυάρχων και Στρατηγών
Των παρθένων με τ' άσπρα πέπλα.

Ιδέστε τα σύνορα από λευκό μάρμαρο
Συντηρημένα με κλώνους ελιάς μέλι και πεύκο
Κρατημένα με δόντια περικεφαλαίας
Σπαρτιάτικους Καιάδες Δούρειους ΄Ιππους.

Με την ίδια ανατολη και δύση
Με πόθους που γνέφουν πάντα
Πρός τα χαμένα μάκρη
΄Ολο και βρίσκουμε ένα ψηλό σημείο
Καταμεσις στη ματωμένη τρικυμία
Γιά ν' αγναντεύουμε το κουράγιο του Οδυσσέα
Και το νανούρισμα επιστροφής σε δυό σανίδια πάνω.

Απ' τη Κύπρο ως τη Φραγκιά
Θάνατος στις αυλές του Ποσειδώνα
Γαλέρα με πανιά το ριζικό μας
Σίδερα νησιά χρυσάφια
Και στο φλώκο ανέμελες γοργόνες
Με παλιούς ανέμους συζητούν
Τά μυστικά τής Ρωμιοσύνης.

Αιγαίο μου πατρίδα
Αν δεν είμουνα ΄Ελληνας
Θα καλλιεργούσα ήρωες στο κήπο μου.

 

* * *


ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ

 

Χέρια μου λευκα άκαπνα λάβαρα
Μη ταράξετε τό λήθαργο της πέτρας
Μην αγγίξετε τους τάφους της Ορθοδοξίας
Κοιμάται Χριστέ μου η πόλη
Φωτιές σημαίες σημαντρα
Μηνούσαν μόνο τη πολιορκία
Καιρός να ξαποστάσει πιά.

Μπαλκόνι μου ψηλό φιλί θανάτου
Σκέψη μακρυνή δικέφαλη
Λευκή Βυζαντινή Γοργόνα
Μόνη κυρά του λιακωτού
Με τα μαβιά απόβραδα
Μέσα απ' τα βάθη των ματιών σου
Ξεκίνησαν χορεύοντας οι άνεμοι.

Κάστρο πολιορκημένο απ' τους έχθρούς σου
Κι από τα ίδια σου τα τείχη
΄Eρημη πέτρινη χώρα
Πορφύρα της δικιάς μου μοίρας
Μέσα στης μνήμης το πιθάρι
Θάφτηκε το τελευταίο βόλι απ' το δίκιο σου.

Οι ναοί τα τάμματα οι κλειδοκράτορες
Ο Δούκας που προστάζει την απαντοχη
Oι Φραγκολεβαντίνοι οι Σουλτάνοι
Η Αγιά Σοφιά ο λυτρωτής Ελκόμενος
Ρόδα μύρα και μοσχολίβανο
Στο άγριο λελούδι της νοτιάς
Που πάνω του ανεμοδέρνεται το Αιγαίο.

* * *


TO ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ

 

Απ' το μπαλκόνι του νοτιά
ο πατέρας μου καλημέριζε τους διαβάτες
μ' ένα χαμόγελο αδελφικού κουράγιου
κι ' η μάννα μου με χούφτα γιομάτη έγνοιες
τάϊζε τα χελιδόνια που ξέμεναν.

Η αδελφή μου έστιβε τον ήλιο
για να ζεσταίνει τ' αγριολούλουδα
που φύτρωναν στη στέγη μας
κι' εγώ στο βορεινο παράθυρο
έπαιρνα χώμα απ' τη γλάστρα κι' έφτιαχνα
λέξεις σχήματα ιδέες για να τις πουλήσω με πίστωση.

Είταν ωραίο το σπίτι μας,
άρχιζε απ' τη μεγάλη σάλα της καρδιάς μας
Kαι τέλειωνε κάτω στα χαμομήλια.

* * *


ΠΕΣ ΜΟΥ

 

Πες μου
πώς βρεθήκαμε αδύναμοι στις Ηράκλειες Στήλες
Ποθούσαμε κάτι τάχα εδώ ή άλλαξε
Θέση ο Γαλαξίας και μπερδέψαμε το στίγμα;

Πες μου
Ποιές δυνάμεις μας έφεραν
Μέσ' στις αφάνες στ' αγκάθια και στους αθάνατους
Ποιοί άνεμοι μας ώθησαν ως εδώ .
Στις υπερωρίες των κακούργων
Στα όρνεα με το στοιχειωμένο μίσος ;

Ti θέλαμε μ' ένα μπουκέττο κόκκινες βιόλες
Στους βάλτους με τους κροκόδειλους και τους κροταλίες
Tι ζητούσαμε μ' ένα κλωνάρι ανθισμένου αμπελιού
Σε ξένα κάστρα που μας πετροβολούσαν
Σε κουρασμένες πολιτείες που μας αγνοούσαν
Σε όμορφα σκυλιά που μάς γαύγιζαν;

Tι ψάχναμε σε καμινάδες αλλόκοτων σπιτιών
Με μιά λάμπα θυέλλης, τι γυρεύαμε
Στα κρύσταλλα των ποταμών, στο χιόνι;

Tι μακρυά απ' τα διάσελα που μας έταξαν
Να μηρυκάζουμε τις προοπτικές μιάς δίκαιης άνοιξης
Kαι να φέρνουμε βόλτα τη ζωή μ' οργυιές
Αυτές που θέλει για να προβάλει κάθε μέρα
Ο ήλιος ο Μυρτώος

* * *


ΥΜΝΟΝ ΤΗ ΤΑΦΗ ΣΟΥ

 

Μιά φορά το χρόνο ο ούρανός
Μιά φορά το χρόνο «τον ρύστην ο πωλήσας...»
Μιά φορά το χρόνο
Μυρίζουν τα ρούχα μας
Λιβάνι και προδοσία

΄Αν βαρεθεί να σταυρώνεται ο Χριστός
Θα λιγοστέψει ένας άνθρωπος
Θα περισσέψει ένας Θεός.

* * *


RΟΤΤERDΑΜ

 

Θυμήσου καρδιά μου σαν σ' έβγαζα περίπατο
πάνω στους γερανούς στα βουλεβάρτα,
στους ουρανοξύστες της μεγάλης πολιτείας,
ψηλά απ' την ομίχλη του μεγάλου λιμανιού.

Τις ώρες της ανίας σου θυμήσου
πλάϊ στα νυσταγμένα δέντρα
σαν σ' έντυνα με ξανθές μπούκλες μη τάχα και κρυώσεις.

Σε συνόδευα όταν σ' έσερνε ο νόστος
στη γωνιά για μιά παρτίδα σκάκι,
είμουνα κοντά σου όταν μέσα σου
φώναζε ο ποιητής γιά λίγο όξυγόνο,
σου έδινα ευχές όταν με μολύβια και χαρτιά
βάλθηκες να ναυπηγήσεις το δικό σου πλοίο,
το δικό σου ταξίδι.

Τη μοναξιά μας θυμήσου καρδιά μου
σαν πρωτοήρθαμε στα βόρεια σύνορα.
Τώρα βαρέθηκες τον αφέντη σου,
είμαστε ξένοι άγνωστοι δυό τσακωμένα άδέρφια,
δεν περπατάμε πιά μαζί χέρι - χέρι
κάτω απ' τα κίτρινα φώτα του σταθμού,
ούτε ρουφάμε πιά μαζί την ομίχλη του πάρκου
γιά να χορτάσουμε την εθελοντική εξορία μας.

Τη μοναξιά μας θυμήσου στη βόρεια Θάλασσα,
κείνη την οδό με τ' όνομα Μπρέϊτνερστραατ,
Θυμήσου και συχώρα. Καρδιά μου . . . . . . . . . .

* * *


ΟΡΘΡΟΣ Α'

 

Πατέρας πάππος προσπάππος
Πέτρες που ρίχτηκαν
Πέτρες που πλάκωσαν
Το πνιγμένο μίσος του Κύκλωπα.

Πέτρες που πέρασαν
Πάνω απ' τη πλάτη τους
Γιά να ψηλώσουν το σόϊ μου
Προσμαίνοντας τα νικητήρια.

Πατέρας πάππος προσπάππος
Τα «πρέπει και «δεν πρέπει»
Μπροστά στα σπουργίτια που χόρτασαν
Απ' τις αρετες που βαρέθηκα.

Κάτω απ' τους κεραυνούς
που τρυγούν τ' ανομήματα
Δειλός δυνατος μεσ' στα βάθη παρέμεινα
Και έστησα μόνη τη καρδιά μου
Πάνω στο πρόσωπο του κόσμου
Να μανουβράρει τις φουρτούνες της.

Σε διχασμένο απόβραδο
Σημαίνουν ήπιοι άνεμοι
Τη συχώρεση της ημέρας που χάνεται
Και κείνων των βημάτων της λογικής
Που οδηγούσαν πάντα
Μέσα βαθιά στη πλήξη.

* * *


ΟΡΘΡΟΣ Β'

 

Νύχτα που χάραζες τη παρουσία σου
Μεσα απ' τα φύλλα της ελιάς
Ως τη κώχη του λίκνου μου
Νύχτα που ξεκίναγες
Απ' τις μασχάλες της Αφροδίτης
Και εναπόθετες μύρα και υποσχέσεις
Στο λευκό προσκεφάλι μου
Πόσα και πόσα μού έταξες !
Τα βορειαδάκια της Βαβύλας, τα βυθισμένα αγάλματα
των Αντικυθήρων, τα ίχνη απ' τις φτέρνες
της Αναδυομένης, το κανάλι του Τσιρίγου.

Νύχτα που χάραζες με κεραμίδι
Στο λιακωτό της ηλικίας μου
Τις μορφές των αιώνων που στέκονται
Κριτες πάνω απ' το ανάστημα των βράχων,
Στο βασίλειό σου τ' απέραντο
Ο έρωτας ψυθυρίζει στις γυναίκες
Πώς γίνεται όμορφος ο κόσμος.

Είχα ένα πάθος
Και το μοντάριζα στην ησυχία σου
Είχα ένα τραγούδι
Και το έσερνα στη φυσιογνωμία σου
Είχα ένα όνειρο που βύζαινε τους ανέμους σου γιά να θεριέψει

Νύχτα που ξεθάρεψες το τριζόνι
Και απελευθέρωσες το πόνο της στέρνας
Με χίλια δυό βατράχια
Γιά να τραγουδούν το ξεγύμνωμα του θηλυκού
πίσω από μισόκλειστα παράθυρα.

Νύχτα που φοβίζεις τους ισχυρούς
Με το μούγκρισμα των λύκων
Που αμοίβεις τους ενάρετους
Με τους ήχους του κύματος,
Στο σκοτάδι σου κυριεύτηκαν
Τα ψηλά κάστρα των βαρβάρων
Στο μυστικό της ανωνυμίας σου συνωμώτησαν
Δίκαιοι άδικοι
Και στη χαραυγή εδικάστηκαν.

Μέτρησα τις διαστάσεις μου
Μέσ' στ' αμπέλια σου
Με το χέρι μπροστά απ' τα μάτια
Και βρήκα τη θελησί σου
Ανάμεσα σε κίτρινο και πράσινο φύλλο
΄Αγγιξα τ' άνθη της νερατζιάς
Και δόξασα τη δροσιά σου.

Νύχτα που ξεπετάς τις νυχτερίδες
Γιά να καλύψουν τις αθλιότητες,
Που αφήνεις τους τυφλούς αδιάφορους
Γιά το φως που δεν είδαν
Πόσα και πόσα μού έταξες !

Τον ίσκιο της φραγκοσυκιάς που ορθώνεται στην
άκρη της Μάνης, την οριζόντια γραμμη απ' το
μέτωπό μου ως το τέρμα της θάλασσας, το αντρίκιο
βλέμμα του Μαλέα με φουρτούνες την οργή, τη
πλάγια πορεία του κάβουρα με την ορθή τακτική.

Στην έρημο με τις χρυσοσταλίδες
Στο φως που σιγοκαίει στις εστίες των φτωχών
Στους πόθους της καρδιάς που ακούγονται
Δεν είναι η νύχτα αυτή που στρώνει
Γιά να γεννηθεί ένας καινούργιος άνθρωπος
Δεν είναι αύτη που με τ' αστέρια της
Δείχνει τη κατεύθυνση του δρόμου
Προς τα κεί που θα φανεί το φως ;

Δεν είναι αυτή ώρα μεσάνυχτα
που ανοίγει κρυφά τις στράτες
Να ξεπορτίσει το έγκυο πνεύμα
Να γίνει αναλαμπή φωτιάς
Ελπιδοφόρο ουράνιο τόξο ;

Δόξα Σοι. Νύχτα.

* * *


ΟΡΘΡΟΣ Γ'

 

Μέσα σ' ένα ποτήρι κρασί
Με βρεγμένα χείλια ταξιδεύουμε
Αποζητώντας τη λησμονιά της Ιθάκης.
Η ουτοπία μας - η αμαρτία μας.

Οι πάγοι κρέμονται απ' τους ναους
Απ' τα δέντρα, απ' το δέρμα μας,
Το κρύο δάσος μάς τυράννησε
Γιατί ποτέ δεν στέγνωσε την οδύνη μας.

Κάπου σέ ξέρω και μέ ξέρεις
Κρυμμένη στα βάθη των αποστάσεων
Ζεστή γαλάζια εικόνα που όλο τρέμεις και σιγοσβύνεις.

Η σιωπή σου - σιωπή μας.

* * *


ΕΛΕΝΗ

 

Μη μέ ζητήσεις με τα χείλη σου, ούτε
με τα χέρια σου να μέ φωνάξεις τέτοιες ώρες, δραγάτης στις φραγκοσυκιές της όστριας φυλάω τ' όνειρο απ' τις κακοτοπιές, φρουρος πίσω απ' τους δυό σου ώμους σφίγγω στα μάτια μου τα ίχνη μιάς βαθιάς πληγής με τ' όνομά σου. Κουβαλώ απο μακρυά τη γεύση απ' τη πρώτη σου άρνηση, τη πίκρα μιάς ατέλειωτης μάχης με τις περπατησιές του χρόνου στις άχραντες φλέβες μου. Μη μέ ζητήσεις τέτοιες ώρες, με τρεμάμενα δάχτυλα τη λαλια των πουλιών διακονεύω σε αμμοβούνια σε φωτεινά περάσματα και σε γερμένους μύλους. Εμένα που τίποτα δεν με θυμίζει απ' το όχι των βημάτων σου ως το ναί που μού έταξες, στους κήπους της αιώνιας Βαβυλώνας βάλθηκα να ποτίζω τ' άλογα του Φαέθωνα γιά να κινήσουνε ξανά τον ήλιο που αγαπουσες.

Αρχή της σελίδας Αρχή της σελίδας papoulias@epean.org