ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ«Η Ελεγός και ο Πυρόλιθος»ΑΘΗΝΑ 1987(2.479 KB)
Η ποιητική συλλογή «Η Ελεγός και ο Πυρόλιθος» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ το Πάσχα του 1987 σε 1.000 αντίτυπα για λογαριασμό του ποιητή. Η ίδα συλλογή συμπεριλαμβάνεται και στην τελευταία επεξεργασμένη συνολική έκδοση όλων των ποιητικών του συλλογών «Η ομορφιά της γής αρχίζει απ' τη γυναίκα» (εκδόσεις ΙΔΙΟΜΟΡΦΗ, Σπάρτη 2005, ISBN: 960-88696-1-7). Στην πρώτη έκδοση αποτελείται από δύο ξεχωριστές ενότητες: «ΕΛΕΓΟΣ» (από τις συλλαβές ΕΛΕ-νη και Γιώρ-ΓΟΣ) και «ΠΥΡΟΛΙΘΟΣ».
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ(Οι αριθμοί αντιστοιχούν στις σελίδες του πρωτοτύπου)
*: Ποιήματα μελοποιημένα από τον Ζάχο Τερζάκη ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΜ' έναν παλιόκαιρο ναυάγησασε τσιμεντένιες θάλασσες και βοήθεια δεν είχε να μου δώσει τούτη εδώ η χώρα των Θεών που με βάρδιες την καταχτούν και τη βιάζουν οικοδόμοι άναρχοι κι ένοπλοι πολεοδόμοι Ήταν καιρός του ιωδίου και της προσμονής όταν εκείνοι σπρώχνοντας τη μέρα προς τα μπροστά μας πέταξαν κατά πρόσωπο το δικό μας το Αύριο Ήταν καιρός της στέρησης και του πλούτου τότες που φορτωνόμαστε στις πλάτες νυφικά και παρθένες λεμονάνθια και πικροδάφνες για τα νησιά των Μακάρων Τότες στις δράκαινες μέρες της ενοχής και στων κοινωνικών δογμάτων το συρματόπλεγμα που τ' όνειρο ήτανε παραίσθηση και η ελπίδα ύποπτος πυρετός Γεννήθηκα από τούτη τη μεριά μέσα σε όστρακα και σε θαλασσινά σουραύλια σε παρθένες σπηλιές που μπουκάρει πότε το κύμα και πότε το φως έζησα με φύκια κι οπτασίες χωρίς τα δευτερόλεπτα διαλόγου και τις τριακόσιες εξήντα πέντε μοναξιές Για τη φτώχεια μου ποτέ δεν πένθησα Γλώσσες φωτιές απ' τους κρατήρες και νάτα χόρεψαν τα πέρατα κι απ' τα πηγάδια κάτι ξεφύτρωσε καταμεσίς στο πέλαγος κάτι περίσσεψε απ' τη δικιά μας Ατλαντίδα που μας λυπήθηκε και μας το πέταξε σωσίβιο Ελεγός το νησί και ταξιδεύει πάνω στα χρώματα του γύλου στης πεταλίδας το ψαθάκι κι άγκυρα ρίχνει λίγο πιο πέρα απ' το Μαλέα δυο κύματα απ' τους Ηλιους μ' αμπάρια παραφορτωμένα χρυσά κοχύλια και αγάπες Ελεγός το νησί μας Μύρια κύματα περπατήσαμε στων Ηφαιστείων τα ίχνη καταδυθήκαμε και Κύριος γνωρίζει τούτα τα μάτια πια πώς να τα κυβερνήσεις που ολο στους ουρανούς κοιτούν και σε εκατομμύρια έτη φωτός καλόμαθαν πώς να τις κουμαντάρεις τόσες φωτιές τόσες Ελένες μέσα στο ίδιο πρόσωπο πώς να τις σηκώσεις τόσες Εξουσίες που κόλλησαν στην πλάτη σου και ξεδιπλώνουνε σημαίες Έ κυρά της Σπάρτης το Αιγαίο πυροδοτείς και καίγεται Ελένη παλιοκόριτσο του Ευρώτα πάνω σε άσπρο άλογο γελάς και προς τους λόφους με τα κίτρινα σπαρτά όλο φεύγεις όνειρο απόμακρο εύφλεκτο δάκρυ Ελένη με τη θητεία την εικοσάχρονη σης άχραντες φλέβες μου μίλια δυο απ' την Ελεγό κι ένα απ' την αγάπη μας βρήκαν νεογέννητους μέσα σε Αμφορέα κάτι Καλύμνιοι σφουγγαράδες Ελένη Όσο κι αν εκπαιδεύτηκα στο Λουλακί και στον ασβέστη στον Έρωτα και στην Καταστροφή δεν μπόρεσα να ξεδιαλύνω της Πατρίδας το άσπρο και μπλε της ζωής μου της λιτοδίαιτης τα βαθιά τα σημάδια Τα καλοκαίρια μου καλωσόριζα μετανάστες στα λιμάνια ψάχνοντας να μάθω αν Επιστροφή και Μετεμψύχωση είναι το ίδιο πράγμα Οι γνώσεις μου ένα Τίποτα αποδείχτηκαν Ένα Τίποτα το δικό μου τοπίο την ώρα που δεν με αναγνωρίζει και η απειλή των χρησμών και το μάτι της Μέδουσας το μαντατοφόρο ένα Τίποτα Η Επιστροφή μου — χρόνια την τάιζα με χάδια να πάρει ύψος για να περπατήσει και με μηνύματα στο telex την ανήγγειλα — ένα Τίποτα κι αυτή όπως οι πανάρχαιες του κόσμου ειδήσεις καθώς κάνουνε κύκλο και πάλι οι ίδιες επιστρέφουνε OI ΕΝ ΜΑΛΕΑ ΓΛΑΡΟΙΚύμα στο κύμαλουσμένα στον αφρό και στο αλάτι ματάκια μου γλαρά και άστεγα που 'χετε για προίκα μόλις ένα τόσο δα απέραντο τοπίο φτερό στο φτερό μου ξεφωνίσατε το πρώτο μυστικό κι ύστερα απ' την ικανοποίηση φιλί στο φιλί ταξίδι στο ταξίδι σ' όλα τα ξάρτια και στις τσιμινιέρες βούκινο το κάνατε πως οι παγκόσμιες Εξουσίες ελεύθερο μ' αφήνουν για να με πάρει η θάλασσα ΤΙ Ν' ΑΠΟΓΙΝΑΝ ΟΙ ΦΙΛΟΙΜε στίγματα κύκλους και επιστροφέςμε χαρακιές πάνω στο χάρτη τα ταξίδια των φίλων οριοθέτησα κι είπα έως εκεί παιδιά μέχρι τη Σύρα και τ' Ανάπλι τη Μάλτα και τη Φαμαγκούστα Δε μ' άκουσαν πάνω σε γέφυρες πλοίων πορεύτηκαν μακριά κατά τη δύση μ' ένα κλωνάρι βασιλικό με δυο νομίσματα ευχές στο χέρι ακολουθώντας τα χελιδονόψαρα Μια σάκα σχολική το όνειρο μια γρατζουνιά στο μάγουλο η ηλικία αλήθεια τι ν' απόγιναν τόσοι λιλιπούτειοι επιβάτες INTERMEZZOΜε το άλογο μου το κόκκινοβοριάδες νοτιάδες μαζί μεγαλώναμε και τα μεγάλα τα μάτια του την ώρα που το αποχαιρετούσα προβολείς ανακριπκού θαλάμου πάνω μου στήθηκαν θυμάμαι Έφυγα και κέρδισα δυο γραβάτες έμεινε και έζησε με τη στοργή των γειτόνων ΣΤΗΣ ΕΜΙΓΚΡΑΤΣΙΑΣ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟΟύτε που το θυμάμαι πιακείνο το μυστικό που σου μπιστεύτηκα στο παγωμένο βράδυ ούτε που με θυμάσαι πια Άννα Ισαμπέλ του Γιβραλτάρ μαύρο διαμάντι με τα φανταχτερά σου φω-μπιζού και τα πορτοκαλί σου μεσοφόρια Χαμηλό το βαρομετρικό και μας τρομάζει φίλε Αλφόνσο και Μηνά Τζιάκομο απ' τα φεγγάρια της Μεσίνας Χαθήκαμε με τα χρόνια εδώ και κει σε βαγόνια αμαξοστοιχιών σπειρί σπειρί σκορπιστήκαμε και τις Κυριακές κρατάμε ένα κυκλάμινο των Άλπεων τραγουδώντας τη Διεθνή των λουλουδιών GASTARBEITERΣτο παγωμένο πρόσωπο της βάρδιαςμ' ένα μαντίλι ομίχλες στο λαιμό φυτέψανε ένα όνομα Στάσιμοι ανέπαφοι χωρίς προσωπικά στοιχεία και φίλιες δυνάμεις χωρίς σωστή γλώσσα στα χείλη χάνοντας πατρίδες και διαγγέλματα μηνύματα και κληροδοτήματα έσκαψαν στο προαύλιο της φάμπρικας και φύτεψαν μια εποχή Ήρθανε με μάτια γιομάτα επιστροφή και με μια λίστα όνειρα Έφυγαν με μάτια που δεν κοίταζαν πουθενά και με κομμάτια την καρδιά δεόντως θεωρημένη απ' τις πιο επίσημες Αρχές ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΝΤΙΑΝΟ ΜΑΡΙΝΑΣε κρίνα και σε μοσχολίθανοΦορτσάρουν οι χορωδίες Τα καμπανάκια το αρμόνιο Κι απ' την αγιογραφία του θόλου Αλλελούγια Αλλελούγια Ένα χέρι ξεκινά καταπάνω μου Δείχνοντας τη Via Dolorosa Που κάποτε την περπάτησα ως τη μέση Και πίσω γύρισα Γιατί φοβήθηκα τα καρφιά Γκλόρια Γκλόρια Πώς να κάνω Ανάσταση ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟΥΈστειλα γράμμα στο Θεόκαι το 'λαβε ο γείτονας μου φώναξε ο έντιμος πολίτης και τα 'βαλε με το αμούστακο παιδί που με καλοκαιρινές διακοπές έκανε χρέη Ταχυδρόμου ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΤΟΣΚΑΝΑΤι έκανα τάχαΚαι να μην τολμώ Έναν ξεσηκωμό ένα ταξίδι Κι απ' την Piazza Della Segnoria Να στείλω στην Πίζα δυο φιλιά Κοντράτο ειρήνης στην Τσιβιταβέκια Πα να το λάβουν οι Ναπολιτάνοι Να στείλω τριαντάφυλλα στους μάστορες της Σιένας Βροχή στο παλιό υδραγωγείο του Σπολετο Και κατά την Ασίζη μύρα και μοσχολίβανο Τι άδικο τι παραστράτημα Τι παραλείψεις έκανα Να μην κατέχω λιακωτό Ψηλό παράθυρο στο φως Και με ολάνοιχτα μάπα ν' αγναντεύω Τον τοκετό της Αναγέννησης Και το Μασάτσιο σκαρφαλωμένο Στους τοίχους της Santa Maria Novella Να ζωγραφίζει παραδείσους Στα έργα τα καλά του ανθρώπου τι έκανα Και δεν μπορώ για ένα μικρούλι μερτικό Παγκάκι στη γωνιά να στήσω Κι έτσι σαν τον Μπέρενσον με απλωμένο χέρι Φόρτωμα να γίνομαι στους Φλωρεντινούς Και να φωνάζω — ελεημοσύνη χριστιανοί ένα γραμμάριο ομορφιάς σας ο καθένας ΑΝΚΟΝΑ - ΠΑΤΡΑΚαθώς το πλοίο έριχνε σκάλατα σκούρα του γυαλιά αναζήτησε Φως πολύ φως κι ένα πικρό αντίο είναι η Ελλάδα ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΩΔΗΠού να τον βρούμε το Θεόμε την ελάχιστη ανθρώπινη διάθεση πρώτα να μας πεθαίνει δηλαδή κι ύστερα να μας γεννά ή έστω ποιος θα τον συντάξει εκείνον το φυσικό Νόμο που θα επιχειρήσει την αντίστροφη καλοσύνη γέρους να μας γεννά και με το χρόνο έφηβους να μας κάνει μικροί εμείς γι' αντίσταση στης ισορροπίας το παιχνίδι και κανένας μα κανένας νομοθέτης ζούγκλας ή επουράνιος δεν τόλμησε ν' αλλάξει μια φορά τους θεσμικούς κανόνες στο Σύνταγμα-της Φύσης στα μέσα του κόσμου και στα έξω όλα στραβά κι ανάποδα και να σκεφτεί κανείς πως σε μέρες ανοικτών θυρών δεν βρέθηκε ο αισιόδοξος να το πει και να το καταλάβουμε πως μόνο με τη γνώση του θανάτου μας κερδίζουμε όλοι τον Παράδεισο
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΜΟΥ
ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΑΝ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΑΓΙΟΙ ΓΡΑΦΙΚΟΙ ΤΡΕΛΟΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΟΛΕΣ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΤΣΙΩΝ ΜΟΥ ΑΡΧΙΣΑΝ ΧΟΡΟ ΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΜΙΛΛΙΡΕΜ ΤΟΥ ΕΦΕΥΡΕΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΡΟΥΣΑ ΤΑ ΚΑΪΚΙΑ - μανία κι αυτή Και τ' αγαπούσα πιο πολύ κι απ' τα κορίτσια Και τα σημαιοστόλιζα και τα ταξίδευα Με ούριο άνεμο και με μπουρίνι Σε ακρογιάλια ορατά και σε πελάγη Πέρα ως εκεί που έφτανε της φαντασίας το μάτι Και ήξερα απέξω κι ανακατωτά Ποιο είναι μπρίκι σκούνα τρεχαντήρι Ποιος ταρσανάς ποιος μάστορας τα έστειλε σε μένα Μα Ήρθανε άνεμοι με εξωλέμβιες μηχανές Άγνωστοι με τρίαινες στο χέρι Με μάσκες στο πρόσωπο να με συλλάβουν Να στήσουν Δικαστήριο να με κατηγορήσουν Πως είμαι εγώ ο ξένος και ο ύποπτος Των βράχων ο βαλσαμωμένος ηδονοβλεψίας Δεν είχαν γνώσεις οι αφελείς Το βιβλίο της ηλικίας μου να διαβάσουν Δεν είχαν ακοή ν' αφουγκραστούν Της παλιάς μου λύπης τον αντίλαλο ούτε Αφή ν' αγγίξουν τ' απολιθώματα ερώτων Κι όταν Την άμμο και την ελαφρόπετρα παρακάλεσα Να με υπερασπιστούνε και να πουν πως Τούτα τα ίχνη από παιδικά βήματα Απ' τα δικά μου πόδια είναι Κι όταν Ικέτευσα τους άλλους τους καιρούς Να ψάξουν και να θυμηθούνω Τον έρημο δραγάτη του γιαλού Που αμειβόταν μόνο με κοχύλια Κανείς δεν αποκρίθηκε κανείς δεν με θυμόταν Και οι φίλοι μου οι πολλοί Και οι εχθροί των φίλων μου με τους αιώνες Έχασαν τη λίγη θέληση που είχαν Τη στοιχειώδη μνήμη για να πουν πως Νύχτες γι' αρμυρό φιλί το κύμα καρτερούσα Ξοδεύοντας μες στη νοτιά ως το μεδούλι τις αισθήσεις Μας έλκεις και μας απωθείς Γη Των θαλασσών των δελφινιών Των ερωτευμένων ζευγαριών και κείνων Των κουκουλοφόρων Αγιατολάχ με τη λατινική προφορά Είναι απ' τους καπνούς των μαστροπών Που δεν σε βλέπω να γυρνάς Γύρω απ' τον άξονα σου κι απ' τον ήλιο Είναι απ' τη σκόνη των καθημερινών σεισμών Και δεν τ' αγγίζω πια Το χέρι που απλώνεται από τους πέρα κήπους Κι αν το πιστέψω πως δεν περπάτησα ποτέ Σε γειτονιές με γιασεμιά και Αφροδίτες Κι αν το φωνάξω μ' όλα τα ημιτόνια των πουλιών Πως δεν είμαι εγώ το Corpus Delicti Κι αν κάνω πως πετιέμαι στο κενό Ανοίγοντας ένα παράθυρο του έκτου ορόφου Τότες Γη της πυρωμένης παγωνιάς Των Τσερνομπίλ και των σπερμάτων Εμένα το λιτοδίαιτο εραστή που σ' αγαπώ Γιατί 'σαι μια γυναίκα Ανώμαλο θα με πεις και θα με ξεφωνίσεις Του Homo Petraloniensis και του ονείρου Γη NOBELΑν το βραβείο ειρήνηςτο έπαιρναν οι ποιητές και της ανοιχτής παλάμης οι φυσικοί τότες ο κόσμος σίγουρα θα φτώχαινε σε χιούμορ Σύρτε με ως εκεί στης πέτρας το βαθύ μεσημέρι στων χιλιετηρίδων τα Ελληνάκια χωρίς επιστάτη και μισθό να φτιάχνω με τα δυο μου χέρια αγάλματα και λυχναράκια Μακριά απ' της Καρχηδόνας τη μεταλλική παλάμη πέρα από σας μακρύτερα από μένα να συνταυλίζω τη χόβολη να ξεγελάω με παραμύθια τους συντρόφους να μακαρίζω τα κουπιά που 'χουν μπροστά τους το λιμάνι Γιόμισαν ηλεκτρονικά τα σωθικά μου τα δάχτυλα μου συρματάκια σηκώστε ως εκεί ξεχάστε με κι εγώ της πέτρας και της ερημίας αθόρυβα θα γίνω ο πιο πιστός υπήκοος Γιόμισαν ηλεκτρονικά τα σωθικά μου ΠΑΡΑΠΕΤΑΜΕΝΗ ΕΝΤΟΛΗΝα φοβάσαι τα θαύματαπου γίνονται για το καλό σου ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΤΖΙΡΟΛΑΜΟ ΣΑΒΟΝΑΡΟΛΑΤι ευτυχίαπάνω απ' τη δικιά μου την τιμή και την αλήθεια πάτερ μου πιότερο να λατρεύω της ομορφιάς το φως και στην κατάρα σου να μην τρομάζω — και θέλω να μ' ακούς — ούτε στο ανάθεμα σου πάτερ Σαβοναρόλα Τι ευτυχία δούλε ενός Θεού που μόνος σου σε ώρες σκοτεινές εφεύρες νά 'μαι με το μέρος των Μεδίκων νά 'χω δυο σταγόνες γι' Αγιασμό απ' του Michelangelo τον ιδρώτα και να μη φοβάμαι πως θα με στείλεις στην πυρά όπως έστειλαν οι Φλωρεντινοί εσένα Τι κρίμα πάτερ Σαβοναρόλα μες στις νεροποντές που έρχονται — κι ελπίζω να μη χαίρεσαι — να μην μπορώ να ναυπηγήσω μια Κιβωτό απ' τις γύρω καστανιές μια Κιβωτό πολύ μεγάλη που να χωρά ό,τι εσύ εμίσησες τούτης της πόλης την ψυχή όλου του κόσμου τ' όμορφο τοπίο ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΠΑΛΙΑ ΒΙΒΛΙΑΚαι οι ασχημονούντες Άγιοιστην Ιστορία στεγάζονται γι' αυτό τα νοίκια από τότε διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΤΟΚΕΤΟΣΑπ' την κοιλιά της γηςθα γεννιόταν λέει το ελεύθερο άτομο κι ήτανε κει η μάνα μου η Αφροδίτη της Μήλου η Ιωάννα της Λωραίνης η Μαντάμ Κιουρί η Πασσιονάρια και η Ζαΐρα απ' την Ελ Μανσούρα με τα εννιά παιδιά αλλά κρίμα στη χαρά το ελεύθερο άτομο γεννήθηκε μα από αδεξιότητα της μαμής της έμεινε στα χέρια SANTIAGO DE CHILEΣτα λεξικά του κόσμουγειά και χαρά σου Ελευθερία είπε σιγά και κοίταξε δεξιά ζερβά και παραπέρα Gentlemen την υπογραφή μου τη δυσδιάκριτη στων συγχαρητηρίων τις λίστες την εκφρασθείσα μου ευαρέσκεια σε μεταμεσονύχτιες ώρες την εσπερινή αυτοπροσωπεία μου και κείνα τα υπολείμματα της μνήμης αμφισβητώ μια κι ούτε κι εσείς θυμάστε στων μητροπόλεων τις σάλες τι φάγατε τι ήπιατε τι γραβάτες φορούσατε τι είπατε για τον καιρό για τις γυναίκες για τον κωλικό των νεφρών ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣΣτο καλώδιο της κόκκινης γραμμήςέστρωσε και γλυκά κοιμήθηκε Ποιος είπε πως είναι μαζοχισμός να ονειρεύεσαι σε νύχτες Κενταύρων ΧΡΙΣΤΟΣ Ο ΕΡΥΘΡΟΔΕΡΜΟΣΠάει καιρόςθεόφτωχέ μου ποιητή Atohualpa Yupanqui που για χρυσό κι αργύρια την αρμάδα πλάι στις τσέπες του μανδύα σου τη φέραμε Βλέπεις της Αυλής πρώτα ονόματα εμείς άλλοι υπόδικοι και καταδικασμένοι άλλοι καθάρματα και γαλονάδες νωρίς το καταλάβαμε πως ο ήλιος δεν είναι αυτό που φαίνεται αλλ' ένα φωτεινό αστέρι που γνέφει με το μάτι πονηρά κατά πού πέφτουνε οι θησαυροί των άλλων Και ήρθαμε πάνω στις κορυφές της Μαχουίντα μέρα μεσημέρι με αλυσίδες και σάκους αφελή και σας βρήκαμε γιομάτους έκσταση και μέθη να χορεύετε του καλού καιρού ξορκίζοντας μέσα σε καπνούς και σε φωτιές της φύσης τα στοιχειά Ναύτες μισθοφόροι Ναύαρχοι εμείς όλοι πιστοί κι ενάρετοι λευκοί καλέ μου άνθρωπε το Σταυρό για την Αναπαράσταση δεν ξεχάσαμε Ω ναι τον φέραμε μαζί μας το Σταυρό το μεγάλο για την Αμερική Κι εσύ εκεί πάνω — τι το 'θελες τόσο ύψος — πήρες τη θέση του Χριστού μα δεν πεθαίνεις ούτε ανασταίνεσαι Μον' έχεις στα μάτια σου αιώνες μ' ένα Γιατί κι ένα Σκοτάδι την απορία σου βαλσαμωμένη Κι εγώ με το πεταλωμένο πρόσωπο ο λευκός σου ο φρουρός ο έμπειρος σιδηρουργός απ' το μέρος της Μπαχία έρχομαι και ρίχνω κάθε τόσο τις ματιές μου μην μπας και τίποτα παιδιά σε αποκαθηλώσουν Της Τιτικάκα λίμνης έρημο βότσαλο ερυθρό Κι εσύ εκεί πάνω με της κιθάρας τις χορδές τους καιρούς ματώνεις και γερνάς και τραγούδι λες και μοιρολόι συλλαβίζεις για τους κάκτους για τους ποταμούς για των χαραδρών τον ελεύθερο αετό Σ' αυτή τη θέση καρφωμένο και αύριο θα σε ξαναβρώ μα με χειρονομίες και ιερογλυφικά — κάτι επιτέλους για να καταλάβεις — το δρομολόγιο της επιστροφής μου σου φανερώνω Έρχομαι απ' το μέρος της Μπαχία
Φτωχό μου Μεξικό
πόσο μακριά είσαι απ' το Θεό
και πόσο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες
(ΛΟΓΙΑ ΜΕΞΙΚΑΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ)
Κι είμαστε πάντα οι ίδιοι αυτοί που χαράζαμε στο μάρμαρο «Τω αγνώστω Θεώ» για να ταΐσουμε την ελπίδα ψαρεύαμε πάνω σε μια ρίζα την πορφύρα δόκανα στήναμε και μύριες υποσχέσεις στων πεδιάδων τα ξέγνοιαστα κορίτσια για να πορευτούμε ερωτικά στη μάχη το κοντάρι με το «Εν τούτω νίκα» κρατούσαμε για να συνηθίσουμε στην ιδέα της ήττας και στις παγωμένες νύχτες της Ευρώπης με πυρές και μάγισσες παίζαμε για να ζεστάνουμε τον ανδρισμό μας Εσείς κι εγώ οι υπερήφανοι απόγονοι παλαιών θαυμάτων και συνταγών οι αυτόπτες μάρτυρες του εαυτού μας και των Αυτοκρατόρων οι από τώρα ιστορικοί πρόγονοι μελλοντικών θυμάτων και θυτών τις κεραίες των κεφαλών μας μετράμε για ν' απογράψουμε ης φυλακές της χώρας ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟΕδώ κοιμάταιη καλή μας η Λουλού θυσία και όαση για πλούσιους και φτωχούς Πίστευε πως το γυναικείο κίνημα δεν είναι για τις όμορφες και τάχθηκε στην ηδονή Τελευταία της παράκληση όρθια να θαφτεί για να ξεκουραστεί Μήπως εσείς προσφέρατε τίποτα περισσότερο Αν δεις στον ύπνο σου τον Μπέκετ θυμήσου ξεχασιάρη σε ποιο ναό απόθεσες τη χτεσινή σου ιδεολογία Αν δεις τη δίκη των πιθήκων και το Δαρβίνο στο εδώλιο μην το αποτολμήσεις σήμερα μέσα από ζωολογικό κήπο να περάσεις Αν δεις κανόνια και σημαίες για την τιμή κάποιας πατρίδας ντύσου σαν ήρωας και τρέξε στην αγορά για τα παράσημα σου Αν δεις στον ύπνο σου το Βούδα μην ταραχτείς είν' ο χορός των αρνητών γύρω απ' το κρεβάτι σου είναι οι χίλιες δυο τύψεις της γης που φέγγουνε στο μεσονύκτιο Εσύ όμως μη δίνεις σημασία σε ονειροκρίτες της πεντάρας ΕΞΟΔΟΣΤη νύχτα που γλεντούσανε οι φύλακεςδραπέτευσα απ' το δέρμα μου την άλλη μέρα μέρα που και τα πουλιά είχανε ένα Μέλλον για τραγούδι μέσα του ξανασύρθηκα μα καθ' οδόν το Εσαεί μου ξέφυγε και πάλι απ' τα χέρια ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣΕγώ δεν είπαΝ' ανησταθείτε στων Λεωφόρων Τη χρυσοφόρο πρόσοψη Στων ασχημονούντων εμπόρων τη συναλλαγή Στη World Street Εγώ δεν είπα λέξη Για το ακαλαίσθητο κτίριο του Χρημαπστηρίου Που ρίχνει τον ίσκιο του Στο μικρό μου παράθυρο Και μου κρύβει τον ήλιο Εγώ ορκίζομαι Στα τελευταία ίχνη Της καλλιτεχνικής μου νοοτροπίας Πως τους αποστεωμένους πίνακες των ιδεών Ποτέ μου δεν κατανόησα Εγώ δεν κριτικάρισα Την απαστράπτουσα ηθική του Βασιλιά Την απειλή των εκκωφανπκών ήχων Την όξινη ειρήνη των AIDS των πιθήκων Ούτε ης παρούσες λεηλασίες Τις ταύτισα με ης χτεσινές Σταυροφορίες Δεν επέμεινα Πως η Γη είναι στρογγυλή Για να πέφτουν Όσοι θέλουν να παραμένουν όρθιοι Πως η Γη είναι ένα ρομπότ Με γυάλινα μάτια και σιδερένια χέρια Ούτε ισχυρίστηκα ποτέ Πως υποτάχτηκα στην αδερφή Τερέζα Εγώ δεν είπα Απ' της φώκιας την αιματοκηλίδα Έως τ' ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας Παιδιά της Μεσόγειος Και της Γης του Πυρός Τις εφεδρείες του Λόγου μην πετάτε στα σκουπίδια Ούτε υποχρέωσα Τους παράφωνους των ανθισμένων πεδιάδων Να τραγουδήσουμε μαζί Μπας και αλλάξει ο κόσμος Κι ούτε που ψιθύρισα ποτέ Να θωρακίσουμε τα πουλιά Και οι κουφοί να μπούνε πρώτοι στο χορό Μάρτυρας μου οι ξοδεμένες ικεσίες Τα τάματα οι αρτοκλασίες Εγώ δεν είπα τίποτα λιγότερο Απ' αυτό Που δε θέλανε να πω Οι παραισθήσεις των ποιητών Και η πρώτη Διεθνής των λουλουδιών ΜΕΣ ΣΤΗ ΒΟΥΒΗ ΜΑΣ ΧΟΡΩΔΙΑ ΜΙΛΗΣΑΜΕ ΑΙΩΝΕΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΣΥΝΕΝΝΟΗΘΗΚΑΜΕ ΚΑΙ ΠΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΜΕ ΜΙΑ ΕΥΘΕΙΑ ΚΑΠΟΤΕ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΝΑ ΦΤΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑ ΝΑ ΕΞΑΣΚΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΠΟΛΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ Ν΄ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ ΚΙ ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΜΕ ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΠΟΤΑΜΟΙ ΔΑΚΡΥΩΝ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΟΠΟΙ ΤΡΕΧΑΜΑΤΑ ΣΕ ΩΔΕΙΑ ΜΙΛΗΣΑΜΕ ΑΙΩΝΕΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΧΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΙΣ ΦΩΝΗΤΙΚΕΣ ΧΟΡΔΕΣ
|