Αναζητώντας τη λόχμη.......................
Σύντομο βιογραφικό ......................... 1947............................................... Στη σκιά του Κάβο Μαλέα.................... Also Sprach Frau .............................. Αρχαίο κοντσέρτο για διπλό αυλό ........ Θάλασσα ......................................... Τους ερωτύλους Σώσον Κύριε.............. Της Θάσου ο Αρχίλοχος...................... Εκδρομή στο Πόρτο Κάγιο .................. Σχέδιο συμβουλών ........................... Το πέταγμα της μύγας....................... Στίχοι σε πιθάρι................................. Εμπειρία .......................................... Η εκθρόνιση ενός πορτρέτου................ Ambulanz ......................................... Σαντορίνη ........................................ Εσώτερη Θέα ....................................
ΙΔΟΥ με πυροβόλο νομισμάτων ο άγριος δυτικός υλισμός κατανικά το φιάσκο του αριστερού ουμανισμού και της νύχτας ο Μεσαίωνας αιώνιος και αειθαλής δηλώνει και πάλι «παρών». - Να και η γεροντοκόρη Ιστορία που ποτέ της δεν μπόρεσε να νουθετήσει και πληκτικά αφόρητη, καταγράφει κάθε τόσο και κωδικοποιεί τα γιγνόμενα. - Ιδού και οι Φιλόσοφοι της σύγχυσης, φτωχοί από προφητικό λόγο, ήρεμα διαχειρίζονται την ανάλυση κοινωνικών φαινομένων, κρατώντας για τον εαυτό τους ένα δυσνόητο και αφηρημένο λεξιλόγιο. - Να και οι Θρησκείες που καμιά τους δεν το κατόρθωσε να βελτιώσει συνολικά τον κόσμο, και κάπου μόνη της ψυχορραγεί η Αγάπη, παγιδευμένη λίγο-πολύ σε σαρκικά όρια. - Φοβάμαι τούτο το γυάλινο τοπίο. Πού είναι το νερό, το ψωμί και ο αέρας. Πού είναι το όνειρο για τούτη την κατάμεστη αίθουσα δικαίων και αδίκων , ενόχων και συνενόχων, την πνιγμένη στο δηλητήριο και στην κακή της μοίρα. Τρέμω στο θέαμα του βίαιου αφανισμού που προετοιμάζουν , στη δίνη ανταγωνισμού και αρπαγής, οι Κύκλωπες της Εξουσίας. - Κι όσο κι αν η ζωή είναι καπιταλιστική και ο Θάνατος σοσιαλιστικός, όσο κι αν το ίδιο τέλος, το βίαιο, θά 'χουν τελικά θύτες και θύματα, άγιοι και μαστροποί, αυτό δεν ανακουφίζει ούτε το γείτονά μου το Μιλτιάδη. Φοβάμαι τη μέλλουσα μέρα που το σύμπαν μπορεί να μείνει χωρίς ανθρώπινη φωνή να του κρατά παρέα.- Δε θέλω να χαθώ μαζί με δαύτους - ούτε και να γίνω καλοντυμένη άδεια ψυχή σαν και δαύτους. Τη γλώσσα τούς βγάζω και τρέχω προς τό... ΠαρελΘόν. - Γι' αυτό...
*
Αναζητώντας τη λόχμη, φυγή κάνω προς τα μπροστά, στον Oλυμπο να περπατήσω, στις Μούσες τα χάλια μου να διηγηθώ, μια και πάσχω απ' την... αισιόδοξη αντίληψη, πως έτσι όπως έγινε το πράγμα, το μόνο Μέλλον που έχουμε είναι το Παρελθόν. Της ιππικής μου φαντασίας μαθητευόμενoς - της έμμονης ιδέας ο Σάντσο Πάντσα - πάνω στο αλογάκι της θάλασσας πίσω αφήνω τις πλούσιεc πεδιάδες της ευτέλειας, τον ανθόσπαρτο φράχτη δρασκελίζω και μπαίνω στον περιούσιο χώρο των γαλήνιων προγόνων, εκεί όπου η Τέχνη δε μοιράζει Παράδεισους, περιγράφoντάς τoυς όμως, δείχνει καθαρά κατά πού πεφει η Κόλαση. -
Εκει όπου οι Θεοί ήταν περισσότεροι απ' τους δαίμονες και τ' αγάλματα περισσότερα απ' τους κατοίκους. - Εκει την Κόρρινα και τη Σαπφώ, τον Αλκαιο και τον Αριστοφάνη να συμβουλευτώ, πως γίνεται με το αρχαίο εργαλείο της Τέχνης και των ευγενών αισθημάτων καλοί παραμυθάδες vά γίνουμε, χάος να φέρουμε στη σημερινή Τάξη του Χάoυς και του Τίποτα, και εν χορώ να ενθρονίσουμε και πάλι την ΟΜΟΡΦΙΑ στο θρόνο της, - Γι' αυτό...
*
Είχα που είχα το πάθος του συλλέκτη - να ανασύρω από απορρίμματα ευδαιμονίας οξειδωμένες λέξεις, να τις ράβω πάνω μου σε φράσεις για να πορεύομαι σε κρύες νυχτες - νάσου και η ανάγκη για τούτη την έκδοση. Ανάγκη και Θεραπεία μαζί.- 'Ετσι γυρνώντας στα παλιά, στον καιρό του πυρετού, στις ανέμελες περιπέτειες του νου, διατρέχω τις ερωτικες εστίες των σειρήνων, τα ορη, τους κήπους, τ' ακρογιάλια, τα ηλιόχαρα τοπία της πατρίδας και κείνα τα ξένα της γοτθικής ομίχλης, των άδειων ναών και των ξέφωτων του μαύρου δάσους.- Πίσω από καθρέφτες, σε παλιά συρτάρια, σε κίτρινες σημειώσεις και σε πακετα από ταμπάκο ψάχνω και συγκεντρώνω απέρριτες τρυφερές καταγραφές για κείνα τα τοπία, για κείνα τα πρόσωπα που στις νύχτες με υποσχέσεις μ' έκλεβαν απ' την αυτιστική μου ραστωνη.- Στoυς στίχους προσκλητήριο σημαίνω και σαν προσεχτικός μάστoρας, την αγία τριαδικότητά τoυς - ΦΑΝΤΑΣΙΑ - ΟΥΤΟΠΙΑ - ΕΡΩΤΑΣ αναστηλώνω, για να πάρω απ΄ τη χυδαιότητα των καιρών την εκδίκησή μου.- Το διαφυγόν κέρδoς μου δεσμεύω και όλoυς για παιδιά μου αναγνωρίζω.- Στη συνέχεια, για να εκτεθώ και να υπονομεύσω το θρόνο του εαυτού μου, που αμέριμνος στρογγυλοκάθεται στην επικράτεια, της άλλοτε άγονης κι άλλοτε γόνιμης Moναξιάς, ρετουσάρω τους στίχους, τους χτενίζω, τους φοράω τα καλά τoυς να μη φαίνονται ρετρό και τους παραδίδω, μ' όλη τη σισύφεια αγωνία τους, στην όραση της δημόσιας πλατείας. ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΕκ γεννετής σχεδόν ανέστιοςμε προτροπή γειτόνων και τη βοήθεια εποχών του έτους για να 'χω επάγγελμα να ζω γράφτηκα σε σχολή κολυμβητών και στη θαλάσσια ιππασία ειδικεύτηκα Αναβάτης σε ιππόκαμπο μέρα φεύγει μέρα έρχεται πνίγω τις ανάγκες πριν μάθουν να επιπλέουν Στη μέσα μου θάλασσα ο εχθρός μού τρώει τις υπερωρίες 1947Οχτώ η ώρα της καμπάναςΟχτώ και γιόμισαν οι δρόμοι αγόρια μπούκλες κοτσιδάκια - Μ' αγαπά την αγαπώ της έδωσα μια χούφτα μυγδαλάκια - Καιροί αθωότητας χρόνια θρανίου κι ένας ήλιος Μάιος στην ποδιά της Ουρανίας 'Ερωτες στην απλή δημοτική τετράδια φωνούλες μυγδαλάκια ειδήσεις τριανταφυλλένιες απ' το Τότε ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΒΟ ΜΑΛΕΑ
Γενέθλιο χώμα - μάνα και μήτρα
ανέμων πέτρινο καράβι - πρώτο μου αχ νάμαι - μοναχικός λιτός και ώριμος φορτωμένος Μοναξιές ποιότητας και κλειστές πληγές Γενέθλια γη - πυρωμένη εικόνα ασβέστες εκκλησίες - πάλλευκες Αγίες η Παρασκευή - η Πελαγία - η Μαρίνα η αμφισβητούμενη Αγιοσύνη μου - στην άκρη η πληρωμένη ακριβά με χρόνια αμαρτίας και ασκητικής Μαντήλι στον αέρα σε σχήμα αντίο βαλίτσα ταλαιπωρημένη - μα πώς να ταξιδέψεις πιά - ασύμφορα τα καύσιμα κι από πάνω χρεωμένος απ' τη σπάταλη ζωή τού νου Εδώ να μείνω έστω αν οι πολλοί με λοιδωρούν πως τάχα δεν είμαι εγώ αλλά το ανυποψίαστο είδωλό μου Εδώ να μείνω - στην ερημία των ειδήσεων όπου η ουτοπία στοργικά με ανάθρεψε όπου η θάλασσα - παράθυρο ν' αγναντεύω μέσα μου όπου η έκσταση - το αλφάβητο της σιωπής μού έμαθε κι έτσι με τούτα τα ελαττώματα θεατής πανάρχαιων χορών ωτακουστής νέων ψιθύρων τις συνήθειες των πουλιών να μελετώ φαρους να 'ναβοσβύνω πόθους να φτεροζυγίζω στης Kυθέρειας Aφροδίτης τη ματιά και στο τσακ του 'Ερωτα Γνώστης καλός του τόπου χρώματα πoρφύρας με ανταμείβουν κι όπως το περίμενα μέτοικος στο ίδιο μου το σπίτι πιάνω ξανά δουλειά εδώ και ιερουργώ στης Αναρχίας το απρόβλεπτο στης διαφάνειας το άσπρο στο κίτρινο των ερεθισμών στο μπλε των ζωγράφων Κι έχω δυο μάτια αστραπές - δυο μάγουλα από ήλιο πλούσια αφή ερωτική - για να χαϊδεύω πλάνες κι έχω ένα στόμα από κρατήρα - κι όλο γελώ κι όλο γελώ ως πέρα - στα παράπονα των γυναικών ως πέρα - στα προάστεια της θλίψης
Κι όμως - κάπου την ξέρω κάτι μου θυμίζει 'Ισως την αλεπού της παιδικής μου θέας η γόησσα η παλιά των σαλονιών με το ποτήρι στο χέρι και τον ώριμο λόγο στα χείλη ... Προνόμιο των ευφυών η σχιζοφρένεια έπαθλο της νομιμότητας η βλακεία κι αν δεν tο μπορείς μονος να ζεις κάνε παρέα μεγαλοευφυείς ή καθολικά ηλίθιους Οι πρώτοι σε θέτουν στις πραγματικές σου διαστάσεις οι δεύτεροι σε παρηγορούν... 'Εστω κι αν κανείς δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στα λόγια της το κουφό πολυπληθές ακροατήριο ευγενικά χειροκροτεί
* Τάδε έφη η κυρία
Ποιά είσαι εσύ η λάμπουσα
η ακτινοβολούσα με ήλιους της πατρίδας στο καλάθι Για πού ετοιμάζεσαι Κυρά καταμεσίς στο ξάγναντο Πού πας και ξεκινάς με τους Κουρήτες κατηφορίζοντας τον 'Ολυμπο με αμφορέα στο χέρι Ποιός λαξευτής αποθανάτισε την αθωότητά σου καθώς ανέμελη κι απρόβλεπτη το άλλο μου πρόσωπο απ' το βυθό ανασύρεις και μ' ένα νεύμα σου όλες μαζί οι αγάπες στα δυτικά της μνήμης Ποιά είσαι εσύ η σημαιοστολισμένη μ' όλα τα χρώματα της ίριδας και άφωνος στις κυματωσιές των οραμάτων σου την πλήξη της Κασσάνδρας σκέψης αποθέτω
β
Την ξέρω τη φωνή σου
Σήμαντρο αρχαίων ήχων σε μάρμαρα και σε σμυρτιές Θυμάμαι τη μορφή σου Χρησμός θηλυκών τοπίων σε αρρενωπές παραισθήσεις Με χείλη μπομπάρδα τριαντάφυλλα φυσάς το πρωί τα σύγνεφα για να αναβαπτίζoμαι στα κύματα και στις νύχτες μ' ένα φεγγάρι κρυφά συνομιλείς και μάγια κάνεις να παρατείνεις τη θητεία μου στίς αυλές της Αφροδίτης
γ
Μα γιατί μ' έφερεις εδώ
σιμά στο ραγισμενο χρόνο σιμά στο αιώνιο δίλημμα Εδώ στο ισόβιο πεδίο των μαχών σου μεταμορφώνοντας τη δειλή μου απόπειρα σε ερωτικό παραλήρημα αγνοώντας παρελθόντα που με ομόρφυναν προσπερνώντας ιστορίες που με συντήρησαν καθώς νικηφορα ξέρεις να δίνεσαι δοξαστικά ξέρεις να αρνείσαι Δώσ' μου το χέρι για να 'χεις πάντα να μου λες για να 'χω να σου διηγούμαι
δ
Νόμισμα το νόμισμα μ' ένα δισκάκι
αποζητώ για το πλοίο που χρεώθηκα για το ταξίδι που μου έταξες Κι αν στην αναφώνηση φίλοι μάς αγνοούν ούριοι άνεμοι μας προσπερνούν χωρίς να μας μετρήσουν - Θεοί που με κόπο ανακαλύψαμε δεν είναι με το μέρος μας τόσο το καλύτερο - μια νέα πολιτεία ερωτική απ' τη λύρα του Ορφέα ως την αχλύ των Μύθων θα δημιουργηθεί όπου κανείς δε θα θρηνεί για φιλιά που καθ' οδόν παράπεσαν και οι λίγοι ανέραστοι σε ναούς αγάπης θα νοσηλεύονται
ε
Δώσ' μου το χέρι
προφητεία χρήσιμη ν' ακούσουμε μελλούμενες γιορτές να θυμηθούμε κάτι σάν πέντε όμορφα κορίτσια την Ιόλη την Κλειώ την Ερατώ την Eριφύλη τη Μυρτώ στο είδωλό σου καταμεσήμερο να καθρεφτίζονται την εικόνα σου να διαθλούν στο πέλαγο Κι αν στη δίνη της εξάρτησής σου περιστρέφομαι δε σε μαλώνω Μπροστά σου βρίσκομαι πίσω σου τρέχω - σ' ακολουθώ μήπως ανακαλύψουμε ευνοϊκό Μαντείο με μια Πυθία να γελά και να δωροδοκείται
Δωδώνη '91
Ωραία πού 'ναι η θάλασσα
έτσι που σού 'ρχεται στα βάθη της να ρίξεις την περιπή καρδιά σου νά 'χει να παίζει η πέρκα και η πεσκαντρίτσα στα σουραύλια της την πενιχρή σου ιστορία μνήμες απ' το μέλλον να μην έχεις κι όπως έζησες - αθόρυβα να ξεχαστείς χωρίς όνομα - ούτε προορισμό απ' το κάπου στο πουθενά κι απ' το πουθενά επιστροφή στα βαθικά σου Ωραία πού 'ναι η θάλασσα μα τι θυμάται ο περιπατητής από ερωτικούς κλειδάριθμους πελάγου έτσι πως ταξιδεύουν στην μποτίλια και 'κείνοι των ζεστών μεσημεριών οι πρόσχαροι εκδρομείς τι παίρνουν άραγε στις αποσκευές τους απ' τη συμμετρία του Απέραντου απ' το μάθημα ανατομίας του Ανεξάρτητου Τι υποψιάζεται η μοναχική γυναίκα της παραλίας από μυστικά δρομολόγια ονείρων για το χρυσόμαλλο δέρας Τι γνωρίζω εγώ ο φορτωμένος ρευματικα δώρα της νοτιάς ο μισός στην αρμύρα της σιωπής ο μισός στο βουητό αιωρoύμιενoς Κι αν με θαλασσίλα στο ρουθούνι ευτυχής στίς μεσημβρίες γευματίζω τι ξέρω εγω ο μικροϊδιοκτήτης ιωδίου από θάλασσα κι απ' της ΕλευΘερίας τον κυβισμό
Ξημερώνει
πριν ανοίξω τα βλέφαρα παλιούς φίλους στοιχηματίζω πως οι μεγάλοι 'Ερωτες δε γεννιώνται μόνο σώμα με σώμα Νυχτώνει πριν με παγιδέψουν οι καιροί και μ' αρνηθούν οι αισθήσεις τραγούδια μαθαίνω σε μουγκούς μήπως και τραγουδήσουν φεγγάρια στο πέτο μου κρεμώ έστω κι αν αυτοί που έρχονται δεν ξέρουν να μετρούν πόσα φιλιά χρειάστηκαν για να φτιαχτεί ο κόσμος CARPE DIEM ΙΙ
Στο Θρόισμα των φορεμάτων σου
υποσχέσεις λίκνιζες σε λεωφόρους τον καφέ σου έπινες Γυναίκα αραχνοκέντητη Γυναίκα της μαύρης κάλτσας και της ραφής στα μάτια είχες είδηση στα νύχια εκεχειρία δυο χείλη υγρά σεισμογενή με ρήγματα στα άκρα Ερασμία - Ιζαμπέλ - Ελένη όσοι απ' τις μυλόπετρες επέζησαν όσοι στο ιερό του 'Ερωτα απόμειναν παραμύθια τώρα διαλαλούν βότανα μαγικά παρασκευάζουν για να 'χουν να δειπνούν τα ολιγόκαρδα του κόσμου βράδια
Boulevard St-Michel 1991
ΙΙI
Στην άμμο χώνεις την ημέρα σου
κοχύλια την προδίδουν σε πόρνες αγκαλιές κοιμάσαι τα ίχνη σου περισσεύουν σε υγρά ποτήρια καταδύεσαι σπάζουν τα γυαλιά Κλειστοί οι δρόμοι κι απ' τη μνήμη του τοπίου δε διαγράφεται κανείς Η πόλη μ' ένα κλειδί δωματίου σε σκοτώνει κι έχει το όνομα Barilla Terra ΙV
Άτομα με ειδικές ανάγκες
της Κόλασης Σίσυφοι προνομιακοί καταραμένοι κληρονόμοι ανυποψίαστοι σπάνιων γονιδίων ηδονής Κομψοί και ρακένδυτοι αιμοφιλικοί από ύποπτα όνειρα των Μαντείων λαθρακουστές του Χάους ηδoνoβλεψίες Οι ποιητές V
Πόσο πιο άγιος ο αυτοεξόριστος
των παθών και ιδρώτων ο θαλασσοδρόμος όταν σε ικέτιδες ώρες στην άμμο προσεχτικά τα κύματα γράφουν και ξαναγράφουν - Αινείται τον 'Ερωτα το ελιξίριο διαφυλάξτε - VΙ
Απ' τους απέναντι κήπους σε θωρώ
μισή Αθηνά - μισή Αφροδίτη την ώρα που αρχαίοι λυράρηδες σε παίρνουν στα τραγούδια τους για να σε πουν Σαπφώ την ώρα που από φωτιές κρατήρων η πιο όμoρφη Εταίρα αναδύεσαι κι από Μύστες βασίλισσα των Ελλήνων μυθική ανακηρύσσεσαι VΙΙ
Σε περιούσια χώρα ενδημείς
- νεκρές οι αισθήσεις σου Προκλητικά παίζει στα νερά της μυθικής σου πλώρης η Γοργόνα - χάδι δεν ξέρεις τι θα πει 'Ισκιοι γλάρων στην αντίκρυ λίμνη - γυάλινα τα μάτια σου Δύο και κάτι σπιθαμές απ' τον Ερμή του Πραξιτέλη - αλλού εσύ το πρόσωπο Λιόγερμα πελαγίτικο στα δυτικά σου - ατάραχος μένεις Σε μπαλκόνι ήλιου της γλάστρας ο βασιλικός ευωδιάζει - όσφρηση δεν έχεις Σε τούτο το ανεπανάληπτο ταξίδι της φωτιάς και του νερού γόνοι ερώτων μόνο συμμετέχουν VΙΙΙ
'Ερχεται
Ως τις απόκρυφες εστίες Μεταξένια και διάφανη Πιέτες σούρες υποσχέσεις Αταξία συνωστισμός Πίνει ποτό Χορεύει σαρκάζεται γελά Στέλνει στους δαίμονες φιλιά Μ' ένα τσιγάρο παίζει Χαριτωμένα το πετά Στης ανίας τα ρηχά Ατίθασο άλογο Ουγγρικής πεδιάδας Τη χαίτη τινάζει Την αρετή μας σνομπάρει Αναχωρεί Χρόνος παρών - χρόνος απών Χρόνος μηδέν και χρόνος ισόβιος Νυν και αεί ο Γεωμέτρης Νυν και αεί Οι Λαιδες των BAR
Bar Καρνάγιο 1995
ΙΧ
Σε σελίδες Ερωτολογίας
και παλαιών Γραφών ανατρέχω και μετά προσοχής σπουδάζω πόσο αδύναμη είναι η ιστορική μνήμη για τους πολλούς Χ
Ποιοί είν' αυτοί οι καπταναίοι
και προς τα πού μας ταξιδεύουν λεηλατώντας τις ουτοπίες μας ποιοί διώκουν την προσδοκία απ' τα πρωινά των ανθρώπων για να φτωχαίνουνε τα όνειρα ποιοί είναι οι αρχιτέκτονες του τοπίου που γιομίζουν το σακίδιό μας ώρα μεσάνυχτα με πέτρες για να ματώνουμε τη μέρα ποιοί μας καίνε τους στίχους να μην αλληλογραφούμε και ποιοί είν' αυτοί επιτέλους που αλλοιώνουν τον τρυφερό λόγο να μην αγαπιώμαστε
Ώστε λοιπόν ποιητή
δε θέλεις να μας εμπιστευτείς - ποιά Μούσα τη γραφίδα σου σαρκασμό επάλειψε - ποιά πληρωμένη Γοργώ σού δίδαξε ηρωική δειλία - ποιά μάγισσα πιστό στις ηδονές σε κράτησε 'Ομως
όσο ο Άρης στις αυλές χορεύειόσο του μύθου σου ο λύχνος καίει άνοιξε στον ιστό πανί πελάγου πιες το κρασί του ονειροσώστη Βότρυς ταξίδεψε ως εμάς
το φίλεργο τεχνίτη της ασπίδας σουσημερινό Εξοχώτατο στα Εμπορεία της πόλης να συναντήσεις - Τη γαία την πεντάμορφη απ' τις πράσινες τη Θάσο την ανίσχυρη να ξαναδείς πώς τρέμει στα πελάγη για τα μπιζού της ομορφιάς της 'Ολα θανάσιμα κι ωραία έτσι όπως τά 'φησες Αρχίλοχε στον ονειρόπλαστο οικισμό σου 'Ομοια
και η καθημαγμένη μας παρέα(κάτι ειρηνιστές και ερωτύλοι - κατά το πλείστον ποιητές) το έρεβος ακατάπαυστα ξορκίζει γυναίκες καλοκαιριών υμνεί κρασί χειμώνων σιγοπίνει
Στο ρύγχος του Κάβου
με οξειδωμένο αγκίστρι ένα κύμα προσπαθώ να παγιδεύσω Ουτοπία αγάπη μου «ΑλίμονοΑν πιστέψτε παιδιά πως το Φεγγάρι είναι μόνο πικρή έρημος ο 'Ηλιος θερμοπυρηνική κόλαση το Σύμπαν αβάσταχτη σιωπή - Τότε είστε χαμένα από χέρι Ακούστε παιδιά η Ιστορία Τέχνης και Πολιτισμού είναι η Ομορφιά του κόσμου τούτου Η άλλη Ιστορία είναι Θλιβερή υπόθεση που αφορά ήρωες και κηπουρούς νεκροταφείων Παιδιά με τέτοια πληθώρα από Μεσσίες Προφήτες και Σωτήρες καιρός είναι να επιστρεψουμε στον 'Ολυμπο Ναι παιδιά ο 'Ηλιος βγαίνει κάθε πρωινό απ' τα ανατολικά του παιχνιδιού σας και δύει σε κατακόκκινα όνειρα Ναι παιδιά πανάρχαιο φάρμακο η Ποίηση αθώο παραισθησιογόνο με μικρή όμως κατανάλωση γιατί δεν έχει οδηγίες χρήσεως Λυπάμαι
Από κανέναν δε λείπεις
κι ούτε κανείς σ' αναζητά Τριγύρω το ανεπαίσθητο λευκό το κολασμένο των τοίχων και στα ωκεάνια μάτια σου νησί απόμακρο - θολό πορτρέτο ψάχνεις να το δεις - να το εφεύρεις όπως έκανες παλιά με το Θεό σου σε καιρούς πενθους Αυτοβύθιση το πέταγμα της μύγας Απώλεια μνήμης ο Δεκέμβρης Σιωπή η ανεπίδοτη χειραψία κι ας την ταχυδρομείς κάθε πρωί σ' όλες τις γλώσσες Χολωμένες - οι Σίβυλλες - μιλιά για προφητεία Και η Ομορφιά πόρνη αδήλωτη αλλού καθρεφτίζεται την ώρα που σχισμένος κoμματάκια πάνω από παλιά κηρύγματα πάνω απ' τις ρωγμές σου αιωρείσαι κι ούτε είδηση - ούτε φίλιες δυνάμεις ούτε ένα όμορφο κορίτσι δεν κάνει τον κόπο να σ' αναγγείλει αγνοούμενο Άρωμα παρέας η έκπτωτη μύγα περίσσευμα ασιτίας κι αυτή εξαντλήθηκε να διαγράφει κύκλους πάνω απ' τις νίκες - που χλευάζεις πάνω κι απ' το κρασί που σε πυρρίχιους τόνους και ζεϊμπέκικα τακούνια αξιώθηκες ούτε γουλιά στο μερτικό σου Άδειος βυθός το κολασμένο λευκό το άσπρο - το κάτασπρο Σκηνικό ερημίας οι κωφάλαλες Σίβυλλες το χαρτoγραφηένo νησί οι γονυκλισίες σε προτομές γυναικών οι απελπισμένες κινήσεις ν' ανάψεις το φως Από κανέναν δε λείπεις κι ούτε κανείς σ' αναζητά
Ο ήλιος - ανατέλει
μέσα από μια γυναίκα και πίσω απ' τα δάχτυλά μας τα ανάπηρα γελά και ξεκαρδίζεται 2τα Χερουβείμ χορεύουν κι ύστερα χάνονται βαθιά στην αγκαλιά κάποιας Αλίκης 3κοντά μου σε καλούσα μνήμη γλυκιά του Νότου κι εσύ ηλιοκαμένα κορίτσια μού 'στελνες για να με πάν' για ύπνο 4για το ατέλειωτο φιλί μαζί σου πάρε μη ξχάσεις την οπτασία μιας Τερψιχόρης κι ένα παλιό κρασί 5νωχελικά αναδύεσαι κάθετη μύτη ελληνική καλλίγραμμη σαγήνη στο πρώτο κύμα χάνεσαι με τόν υστεραίο άνεμο επιστρέφεις Γυναίκα Αρμονίας μέτρο αιώνιο Συμμετρίας σώμα ελεύΘερο Και πολιορκημένο
Ενώπιον κενών θέσεων
είχα την πρώτη μου ομιλία με θέμα - η Ιστορία είναι ένας σκύλος που κυνηγάει την ουρά του -
Και είπα
βοηθάτε να δοκιμάσουμε απαρχής κάτι με τις αισθήσεις μια και με τη λογική γιομίσαμε ιαχές και δάκρυα
Και είπα
το μικρόψυχο τούτο τοπίο θα ήταν σίγουρα ωραιότερο αν οι θρησκείες βελτίωναν τον κόσμο όσο τον oμόρφυναν Τέχνες και 'Ερωτας Ορφέας και Ευρυδίκη
Από τότε
έγκλειστος - σε Θεραπευτήριο δέχομαι επισκέψεις ευγενικών φίλων
Αφόρητο το δίλημμα - φιλιώνεις τις μαλωμένες ηλικίες -
ή διαλύεις τη σχέση άρχοντα και υπηρέτη 'Οχι πως εξαντλήθηκα περιποιούμενος - το νεανικό μου πορτρέτο - ίσα ίσα - αλλά όσο το προσέχω - όσο του απομακρύνω τη σκόνη - τόσο αυτό ειρωνεύεται τη δικιά μου αλλοίωση Ο Άδωνις του τοίχου - με αποκαίδια ονείρων μ' αναγκάζει ν' ανάβω καθημερινά την πίπα του - και με λιακάδα δείχνει την ομπρέλα - λες και ζούμε ακόμη στα μαύρα δάση - του Μπρέχτ Στις νύχτες για να με πληγώνει - ονοματίζει γυναικεία πρόσωπα - από ιερά τέρατα που σταυρωτά με χάραξαν Μα κατά το απόγευμα - το θράσος του ξεπέρασε τα όρια - το μάτι μού κλείνει πονηρά - παίρνει ύφος κινηματογραφικού αστέρα - τα φουντωμένα του μαλλιά χτενίζει - και μου πετά κατάμουτρα - κάπου σε ξέρω - κάτι μου θυμίζεις - μήπως είσαι πρόγονός μου Α... όχι φιλαράκο - ως εδώ ρε μπάσταρδε - ως εδώ ρε νάρκισσε Πανικόβλητος - μ' όλο το αίμα στο κεφάλι - ρίχνομαι πάνω του - κλείνω τα μάτια να μη βλέπω - το θρυμματιζω χωρίς να νoιώθω - αν διαγράφω ή διαγράφομαι - χωρίς να ξέρω - αν είμαι ένας oριακός αυτόχειρας - ή ένας φαντασιόπληκτoς παιδoκτόνoς
Σύγκορμα ωραιοπαθής
στον καθρέφτη καταναλώνουμαι κι απέναντι το άυλο είδωλο με διπλασιάζει υπαρκτό κι αληθινό με χειραψίες μυστηρίου έρχεται και χάνεται κι άλλοτε πάλι ενδοτικά ταυτίζεται μαζί μου μεγαλοπρεπής ο καθρέφτης μου μαγικό το γυαλί του μ' ένα φιλί τις αποστάσεις μηδενίζει θαύματα κάνει θωπευτικά με κομματιάζει ερωτικά με ακτινογραφεί και με τον άλλο τον αυτιστικό και τον εξόριστο με φιλιώνει ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣτο στόμα της καλντέραςφορτωμένο λαξευμένα χείλη εξώστηθες φιγούρες μεροκάματα προγόνων αμοιβές Θεών ακίνητο ταξιδεύει ένα πωρί 'Ολα διάτρητα από χαρακιές όλα απλά και απέριττα η τέφρα το σκοτάδι ο 'Ερωτας το φως Λες και ερμηνεύεται το ανερμήνευτο
Την αρχέγονη απορία στα μάτια μου
την κωπηλασία μου σε μακριές ασφάλτους τον πυρετό των διλημμάτων μου την κατάδυση στα χάδια των παθών μου τους καθημερινούς περιπάτους μου στης Βερενίκης την κόμη την ενδοχώρα της ιδιομορφίας μου την έξαρση του παγανισμού μου τις αόρατες γυναίκες παραμυθιών τη θεραπεία μου σε παρέες τρελών Και της διαγραφής μου τον ανύποπτο μαρκαδόρο φροντίζω και αγαπώ |
papoulias@epean.org |