ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ«ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΥΠΗΚΟΟΤΗΤΕΣ
|
A
ΑΧΝΟΥΣ ΠΑΓΙΔΕΥΩ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΣΤΕΓΗ
α-1
Τ' ΑΝΑΠΗΡΑ ΟΝΕΙΡΑ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΟΡΙΟΘΕΤΩ ΓΙΑ ΝΑ 'ΧΟΥΝ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΟΝ ΗΜΕΡΑ ΞΥΠΟΛΗΤΟΣ ΠΟΥ ΠΑΩ
Τους ζυγούς λύσατε
α-ΙΙ
στον ίσκιο σου φώναξε και γυμνός απογειώσου κι αν δεν το μπορείς θήτευσε τουλάχιστο μια νύχτα στο πλάι ενός υπνοβάτη
Ακροβάτης στο σχοινί
α-III
το μόνο που ξεδιάλυνα φωνάζοντας Θεέ μου ήταν πως δεν εννοούσα υποχρεωτικά και το Θεό των άλλων Και καταπώς το είχα προφητέψει όλες οι κάνες με σημάδεψαν
Μπέργκαμο - Λουκέρνη
α-IV
Νάντη - Σπολέτο Κόρδοβα - Λούκα Αφροδισιάς έτσι στα επτά τεμαχισμένος με μια αιμάσσουσα καρδιά και με το αιτιολογικό -αστάθεια χαρακτήρος- καμιά τους απ' τις πόλεις τούτες δε διεκδίκησε την καταγωγή μου - καθ' οδόν -
Τοπία βροχής τακτοποιείς
α-V
χωρίς να λερώνεις το φόρεμα σου διλήμματα διασχίζεις δίχως να ματώνεις νύχι ανέμους ταξιδεύεις φωνάζοντας βοήθεια ξάφνου ακέραιη γυρνάς Ιόλη Fontana di Trevi την ημέρα νόμισμα ζητάς τη νύχτα το επιστρέφεις Τρέχω να σε πιάσω - όλα ξεφεύγουνε Κάνω να σε κατέχω - καίω τα δάκτυλα Ιόλη
Ερωτικά συμβάντα διέσχιζα
α-VI
καταδίκες των δακτύλων μου ψηλαφούσα που ξέχασαν να χαϊδέψουν χαριτωμένα πρόσωπα και δίκαια τ' αποτυπώματα τους φυλάγονται σε Μουσεία χαοτικών και αφηρημένων ερωτύλων μέχρι που ήρθε ο θρίαμβος της αυτοδικίας και με ξεβίδωσαν χτες βράδυ χορεύοντας καντρίλιες όλες οι πλευρές του ακατονόμαστου χαρακτήρα μου Αλίμονο αλίμονο αν η Φαντασία δεν είχε Ορατότητα
Μου καίνε τα χέρια
α-VII
τα έσοδα της ξοδεμένης μου ημέρας το Χτες στα δυο με τεμαχίζει το Αύριο στους αγνοούμενους με πετά κι εγώ ζωή ολόκληρη αγύριστο κεφάλι με χρώματα πορφύρας να υπογράφω εν λευκώ
Μετρούσαν την πυκνή ομίχλη
α-VIII
σιωπούσαν και μεγάλωναν ώσπου σ' ένα στοίχημα έγειραν το σώμα ματώνοντας το στίγμα του μεγάλου λιμανιού οι φίλοι οι φίλοι που διασώζονται στα ρέλια χαμένων καραβιών και στην ατζέντα επιθυμιών μια αθώας πόρνης Hamburg 72
Περήφανο κι ανυπάκουο
είχες περιγράψει το τοπίο παλιό κρασί η Ανωνυμία κυρίαρχη κι αόρατη όπως από καιρό τη διαλαλούσες στο λόφο η Παναγία η Κανδελάρια ξορκίζει τα κακά πνεύματα απ' την πιο ήπια επιδημία ως την προστατευτική θηλιά της Γκουάρντια Σιβίλ κι αν δεν άκουσες να μνημονεύουν Άραβες αρχιτέκτονες Καθολικούς κουκουλοφόρους της πυράς κατατρεγμένους της φθοράς επαναστάτες ταυρομάχους που ξεψύχησαν μακριά απ' τα κέρατα του ταύρου δε χάθηκε ο κόσμος μερικοί έχουν κάτι να διηγηθούν κάτι το ερωτικό και το υπέροχο οι υπόλοιποι φιλούν με πάθος τα πυρωμένα τακούνια του χορού και το πορτοκαλί της Ανδαλουσίας Β
ΠΑΝΩ ΜΟΥ ΠΟΝΤΑΡΙΣΑΝ
β-Ι
ΠΟΡΝΕΣ ΑΝΕΡΑΣΤΕΣ ΤΑ ΧΡΕΗ ΤΟΥΣ ΠΑΡΘΕΝΕΣ ΤΟ ΥΨΗΛΟ ΤΟΥΣ ΚΟΣΤΟΣ
Στις εκλογές της περιφέρειας
β-II
την ψήφο μου αρωμάτιζα τα πιο καλά της ρούχα της φορούσα σε Νηρηίδες και Νύμφες την έδινα ο φιλήδονος ποιητής μέσα μου έπεφτε σε δυσμένεια την ώρα κιόλας που γεννιόταν
Όσο κοντά κι αν είναι η ωριμότητα
β-III
όσο μακριά κι αν είναι το νησί με ιστορίες κι άλλα παραμύθια κωπηλατεί κανείς καλύτερα κι ούτε που σας φαίνεται και το ταξίδι
Πέθανε εσύ
β-IV
να δούμε ποιο φιλί και ποιο κορίτσι θ' αμφισβητήσει το θάνατο σου
Ερείπια ρωμαϊκών λουτρών
β-V
φτερωτά καπέλα στη βιτρίνα λαμπρά ονόματα παλιά ταχυδρομεία το ίδιο πάντα σκηνικό έτσι όπως περίσσεψε απ' το χτες κι εσύ Anette στον πρώτο ρόλο απλά και αυτοδίδαχτα αγιοποιείς την Επιθυμία την ώρα που ενδίδεις ανένδοτα Cartier Latin 82
Η ομίχλη κρατά στη νύχτα
β-VI
σταθερή τη θέα της η λεωφόρος της Φαντασίας άρπαξε φωτιά και στο ημίφως του τρίτου ορόφου η απέναντι ξεγυμνώνεται διακριτικά στο παράθυρο αψηφώντας τα ρεύματα των Άλπεων και την απειλή της οπτικής μου γωνίας
Εμποράκος κάθε τόσο στην
Piazza Mentana τριγυρνάω φέρνοντας πράγματα σε άριστη κατάσταση επιγράμματα ποιημάτων αναπαλαιωμένες αισθήσεις χτενάκια για τα μαλλιά των κοριτσιών φωνήεντα της μητρικής μου γλώσσας το ματωμένο γόνατο μου Μια κιμωλία κύκλου είμαι που ξέρει να επιστρέφει Spoletto 85 Γ
ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΥΔΡΟΧΟΟΥ
γ-Ι
ΣΩΜΑ ΥΓΡΟ 74% ΑΠΟ ΝΕΡΟ ΜΕ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΥΔΡΟΒΙΟΥ ΠΩΣ ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΤΟΣΗ ΞΗΡΑΣΙΑ
Δεν λέω πως είναι δυνατό
γ-II
να πηδήσει κανείς πάνω απ' τη σκιά του κατορθώνει όμως συχνά ν' απαλλαγεί απ' τη μονοτονία της φορώντας την αισθητά μιας Εταίρας τα σανδάλια ενός Αγίου ή έστω το μανδύα του Μικέλε του φτωχού που απ' την παγωνιά του τοπίου έτρεμε κατακαλόκαιρο στην Κατάνια
Χείριστος
γ-III
Κακός Μέτριος Καλός Άγγελος Αρχάγγελος Πόσα αλήθεια στάδια διανύει κανείς για να παραμείνει στο τέλος μόνος του Perigord 86
Το άντεξα όσο μπόρεσα
γ -IV
να κρατώ αποστάσεις απ' το Εγώ αλλά κάποτε κι απ' το Εσείς κι Εμείς Ήταν φορές που και τις δυο αυτές λέξεις τις έβλεπα σαν ένα ποτάμι συγκεντρωμένων Εγώ να κυλά κατά πάνω μου Από παιδί απέφευγα γιορτές και παρελάσεις
Μην αποδέχεσθε τον ορισμό του
γ-Vχρόνου ούτε αυτούς που μιλούν γι' αντίστροφο χρόνο ούτε και τους άλλους που λένε πως χρόνος δεν υπάρχει Πιστέψτε αυτούς που καθορίζουνε το χρόνο μέσα από σπασμένα δόντια φωνάζοντας ΕΜΠΡΟΣ και τους άλλους που γράφουν πάνω στην πέτρα ΕΛΕΝΗ Σ' ΑΓΑΠΩ
Τι απέγινε η Επανάσταση
γ-VI
η αναμενόμενη μέσα από γόνιμες κοιλιές χυτηρίων ή από το διπλανό τυπογραφείο τι απέγιναν οι φρουροί της οι συνουσιαζόμενοι με την Εξουσία του Ενός και με το σίδερο οι επί αμμοδόχου ασκούμενοι πάνω στη μελλοντική αυτοκτονία της Πού να βρεις γραμματόσημα για να ταχυδρομήσεις τη Λούξεμπουργκ σε χιλιάδες παραλήπτες στον Arthur Koestler Στο Κλαμπ μελλοντικών αυτόχειρων στρώθηκα για την πρακτική εξάσκηση μα απ' τα βιογραφικά μελών απογοητεύτηκα όλοι τους είχαν αυτοκτονήσει όταν ήταν κάπως αργά αποποιούμαι το εξαίσιο σκηνικό αυτοβιασμού την ιδέα για ένα απόλυτο Έρεβος και στη Λέσχη του φυσιολογικού Θανάτου επιστρέφω Στα ίδια και στα ίδια επανεντάσσομαι
Δεινά και οδύνες
γ-VIII
απομόνωσης κυοφόρησα ώσπου η ενηλικίωση με βρήκε ήρεμο ώριμο για την ανταμοιβή και οι διαστάσεις μουv χέρια σε σχήμα δεήσεων ελάχιστες όσο το όστρακο που με στεγάζει πελώριες όσο το πρώτο μου Όχι μαντατοφόρες ξεχασμένου Λόγου πέλαγα νέων συγκινήσεων που μου χρωστούσε χρόνια η εξορία μου στα πλήθη
Σου έτυχε εσένα
σε άδειες αίθουσες με μια μπαγκέτα μαέστρος εσφαλμένων τόνων να χρηματίσεις περίγελος κι ευτυχισμένος με την έμμονη ιδέα ήχους κοινούς που σε γονάτισαν αυτοσχέδιες νότες που σε στύλωσαν σε μουσική αρμονία να συζεύξεις Καιροί κι αυτοί Δ
ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ ΦΕΓΓΑΡΙΩΝ
δ-I
ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΜΕ ΕΤΑΞΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΥΠΝΟΣ
Απ' το πρωί
δ-II
τον αναγγέλνουν στο μεγάφωνο μολυβένιος ουρανός ανάποδος καιρός κι εμείς σε στόχαστρο Έρωτα του Ήλιου για να του φωνάζουμε τούτη η ζωή η διάτρητη παράθυρο παρθένων είναι
Απ' τον τόπο που δε σε χωρά
δ-III
κι απ' τον άλλο που δε θα σε κρατήσει φεύγεις ώσπου μια μέρα να διαπιστώσεις πως ούτε εκατοστόμετρο έξω απ' το δέρμα σου δε μετακινήθηκες
Με χίλιες νότες στα χαρτιά
δ-IV
με νέους χορούς στα πόδια πώς έγινε μέσα σε τόσα ηλιοφέγγαρα σε τόσα όμορφα κορίτσια να παραμένω θεατής με καιόμενες φλέβες Πάρτε χορδές από σαντούρι κρεμάστε με
Πάντα εξασκούσαν πάνω μου
δ-V
μια απέραντη γοητεία τα θλιμμένα πρόσωπα των γυναικών όπως η Βενετία με τα υγρά μάτια και τα οξειδωμένα κοσμήματα που γιόμιζε τη θάλασσα παράπονο
Με την πλευρά μπαταρισμένη προς τη μεριά
δ-VI
του πελάγου η αερόδρομη ζωή μου στην Εντατική του ιωδίου παραδίδεται και η τροχιά της η ελαττωματική με τα ζιγκ-ζαγκ και τ' αμόλυβδα ίχνη στων Κυθήρων το βυθό επιδιορθώνεται Ακόμη ένα ούζο απ' το στόμα του Ήλιου ακόμη ένα καλοκαίρι ποιητές και ειδωλολάτρες Αγία Πελαγία 90
Στης Αριάδνης την κλωστή
δ-VII
και στης Σαπφώς το ρούχο μπερδεύομαι τυλίγομαι για να μη βρω την άκρη κι όσο για σας ψυχές των ελαχίστων συγκινήσεων εγκάρδια σας χαρίζω τον πρότερον έντιμο μου βίον
Θαμπά σχήματα συγκρατήσαμε
δ-VIII
την καρέκλα του καφενείου τη γωνιά των αλλοδαπών στο βάθος αποτυπώματα πάνω στο χιόνι την ελπίδα με πόδια γυναίκας ν' αναζητά πανδοχείο μέσα στο κρύο Χειμώνας και μετρούσαμε τη ζωή ένας δυο πέντε δέκα όπως με καλοκαίρια στο νότο μετρούσαμε τον έρωτα και να σκεφτεί κανείς πως με χαρτί και μολύβι πρόβες κάναμε πλάι σε μουντές εικόνες σε καταπονημένα πρόσωπα θλιμμένων εμιγκρέδων που ρουφούσαν τις ειδήσεις όπως το τσάι σε μορφές και αποχρώσεις καθώς έσμιγαν και χάνονταν στην καρδιά της πόλης που τη λέγανε Αννόβερο
Ρακοσυλλέχτης στις αυλές της γης
φορτία πολύχρωμα κουρέλια κι άλλα ύποπτα μου ίχνη σε ράφια να ταξινομήσω και κείνους τους παλιούς καθρέφτες καθρέφτες που ανακρινόμενοι ποτέ δε μίλησαν μα στοργικά προσπάθησαν σε βόρειες και μεσόγειες ώρες ωραίο να με δείχνουν από τοίχους δωματίων να ξεκρεμάσω όλους παιδιά μου να τους κάνω παίρνοντας απ' τη φθορά τη μόνη μου εκδίκηση E
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΩ ΤΙΣ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ
ε-Ι
ΤΟY ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΤΟΥ ΚΑΦΕ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΦΙΛΩ ΤΑ ΜΟΛΥΣΜΕΝΑ ΣΥΝΕΡΓΑ ΜΟΥ Σ' ΟΛΟΥΣ ΛΕΩ ΕΥΓΕΝΙΚΑ ΑΝΤΙΟ
Λες και δεν υπήρχαν ήχοι τον καιρό
ε-II
που μιλούσα τώρα που σιωπώ από συμμορίες θορύβων για παραποίηση της φωνής μου συλλαμβάνομαι
Φοβάμαι το μάτι της Μέδουσας
ε-III
φοβάμαι τρύπα στο δέρμα μου ν' ανοίξω για να περάσουν οι εκκλήσεις κι έχω και σένα δικό μου πρόσωπο στη μνήμη των περιπατητών ν' απευθύνεσαι και να ζητάς εξόφληση λογαριασμού για κείνο το παλιό μου κήρυγμα
Δε θα την ήθελα ποτέ
ε-IV
τη μοίρα του Ezra Pound κι αν είναι να μου 'ρθει συμφορά μη φτάσει Θεέ μου από δυο μπάντες κι αν είναι να με βρει το κακό στίχους σε Ψυχιατρείο να στεγάσω ας είναι να το προαισθανθώ έγκαιρα τις αποσκευές μου να ετοιμάσω όχι όμως ν' αγαπήσω και δικτάτορα Lucca 86
Αποφάσεις Εφετείων πλαστογραφώ
ε-V
χαλκευμένες ειδήσεις για το δίκιο στέλνω την ενοχή μου δημόσια περιφέρω μήπως καταφέρω τον καραμπινιέρη και με στείλει φυλακή στολίζοντας το πέτο μου μ' έναν τίτλο που μου λείπει όμως ελεύθερος κυκλοφορώ υπνοβάτης από στέγη σε στέγη χωρίς να έχω κάτι να διηγηθώ στους λιγοστούς μου φίλους που διψούν για ιστορίες και υπερβολές
Extraversion
ε-VI
Χειροκροτήματα και ρόγχους θριάμβου ακούω τη σκιά μου βλέπω την οστεώδη και διάφανη ν' ανέρχεται σαν καπνός να κατέρχεται σαν λίθος να διασπάται όπως το βεγγαλικό κι ύστερα υποδυόμενη τον αυτόχειρα να χρεώνει το τοπίο στο ζωγράφο του ίσως και πίσω της αφήσει ίχνη από ένα άγνωστο πουλί
Το είχες προβλέψει
ε-VII
είναι αργά για την επιστροφή στον τόπον όπου έκαστος και ο καπνός του όπου τίποτα πλησίον δε σε θυμίζει και όνομα δεν έχεις και σχέση καμία με την ιστορική σου φερεγγυότητα ούτε ο Λόγος σου ο ηρωικός ο φθαρμένος απ' τη χρήση των άλλων σε θυμάται Με τον ερχομό σου είπες ποια οδός οδηγεί προς το Ηρώο ή έστω προς κάποιο ξεχασμένο Έπος για να καταθέσεις στέφανον κι ύστερα σε ρήγματα σιωπής που είναι τα χέρια το περιτύλιγμα της αδύνατης πλευράς σου να φροντίσουν το θάνατο σου σε σένα και στους υπηκόους τούτης της πόλης να κοινοποιήσουν πού είναι επιτέλους ο αρμόδιος την πολυτέλεια του μαζοχισμού σου να εκτελωνίσει πού είναι άραγε ο ποιητής να καταγράψει με τον τρόπο του τις μνήμες των αποσκευών σου Αθήνα 90
Μετακινώ προσεχτικά το κάθισμα -
ε-VIII
όπως μετακινεί κανείς τη μνήμη πάνω σε χαμένα πρόσωπα - σκαρφαλώνω στο περβάζι γέρνω την κεφαλή προς τα μπροστά βγάζω τη γλώσσα στον παλιό αμείλικτο καθρέφτη με το σκούρο σκαλιστό πλαίσιο Δε με θυμάται εξιστορώ Χρησμούς που ήρθαν σε αρχαία γλώσσα και γρήγορα ξεχάστηκαν λέω τ' όνομα μου που με τον καιρό σε λίμνες και σε πελάγη αξιώθηκα· Ερωδιός Καμιά απάντηση ψαλιδίζω τον ίσκιο μου - όπως ψαλίδιζα ανεκπλήρωτα όνειρα όπως ψαλίδιζα τα «πώς» και «γιατί» απ' τον πάτο της λογικής για να ξεφύγω - μιλώ για τη θλιμμένη ματιά της γραφής μου το ήρεμο βήμα στο κενό μου Ακόμη να με γνωρίσει απ' την εφεδρεία ανακαλώ ξανά τον πρώτο μου ρόλο ως Σάντσο Πάντσα του εντοπίου - απ' το αρχείο ανασύρω ίσκιους σελήνης ματωμένα γόνατα κόκκινα ρόδια - πλησιάζω σε απόσταση φιλιού θωπεύω το τετράγωνο γυαλί του τον διαπερνώ μέσα του σκύβω και κοιτάζω Δεν είμαι εγώ
Inkommensurabel
ΓΙΑ ΦΑΝΤΑΣΟΥ άσκοπα ξόδεψα το χρόνο μου για να τον ταπεινώσω και τώρα αναλογίζομαι αυτάρκης από οίκτο πόση δουλειά με περιμένει μετά το θάνατο μου |
papoulias@epean.org |